-
1 κατωρα
-
2 καθοραω
ион. κᾰτοράω тж. med. (impf. καθεώρων - ион. 3 л. sing. κατώρα, fut. κατόψομαι, aor. 1 κατώφθην, aor. 2 κατεῖδον, pf. καθεόρακα и κατῶμμαι)1) глядеть вниз, смотреть, взирать(ἐξ Ἴδης Hom.; ἀφ΄ ὑψηλοτέρου Xen.; ἐπὴ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Hom.)
2) осматриватьἀποπέμπειν κατοψόμενόν τινα Her. — послать кого-л. для осмотра
3) озирать, обозревать, наблюдать(Τροίην πᾶσαν Hom. - in tmesi; τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα Xen.)
4) филос. созерцать(αὐτὸ καλόν, ὑψόθεν τὸ τῶν κάτω βίον Plat.)
5) постигать(φρένα Δῖαν Aesch.)
6) замечать, видеть(Ἀθηναίους Her.; τὰς αἰτίας Arst.)
7) видеть, усматривать(τι ἔν τινι Plat.)
См. также в других словарях:
κατώρα — κατώρᾱ , καθοράω look down imperf ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek