Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατοπτευτήριος

См. также в других словарях:

  • κατοπτευτήριος — α, ο (Α κατοπτευτήριος, ον) [κατοπτεύω] 1. ο κατάλληλος για κατόπτευση 2. το ουδ. ως ουσ. το κατοπτευτήριο(ν) η σκοπιά, το παρατηρητήριο, το μέρος από το οποίο γίνεται η κατόπτευση …   Dictionary of Greek

  • κατοπτευτήριον — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem acc sg κατοπτευτήριος fit for looking out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτευτηρίου — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτήριος — α, ο (Α κατοπτήριος, ον) [κατοπτήρ] κατοπτευτήριος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»