-
1 κατοπτευτήριος
κατοπτ-ευτήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτευτήριος
-
2 κατοπτευτήριος
κατ-οπτευτήριος, ausspähend, zum Ausspähen geeignet -
3 κατοπτευτήριον
κατοπτευτήριοςfit for looking out: masc /fem acc sgκατοπτευτήριοςfit for looking out: neut nom /voc /acc sg -
4 κατοπτευτηρίου
κατοπτευτήριοςfit for looking out: masc /fem /neut gen sg -
5 κατ-οπτήριος
κατ-οπτήριος, = κατοπτευτήριος, τόπος Strab. IX, 423.
-
6 κατοπτήριος
κατοπτ-ήριος, ον,A = κατοπτευτήριος, χῶρος Str.9.3.15; κατοπτήριον, τό, height which commands a view, Delph.3(2).136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτήριος
См. также в других словарях:
κατοπτευτήριος — α, ο (Α κατοπτευτήριος, ον) [κατοπτεύω] 1. ο κατάλληλος για κατόπτευση 2. το ουδ. ως ουσ. το κατοπτευτήριο(ν) η σκοπιά, το παρατηρητήριο, το μέρος από το οποίο γίνεται η κατόπτευση … Dictionary of Greek
κατοπτευτήριον — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem acc sg κατοπτευτήριος fit for looking out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτευτηρίου — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτήριος — α, ο (Α κατοπτήριος, ον) [κατοπτήρ] κατοπτευτήριος* … Dictionary of Greek