-
1 κατ-οπτευτήριος
κατ-οπτευτήριος, ausspähend, zum Ausspähen geeignet, τὸ κατ. Schol. Eur. Phoen. 240. Vgl. κατοπτήριος.
-
2 κατοπτευτήριος
κατ-οπτευτήριος, ausspähend, zum Ausspähen geeignet
1 κατ-οπτευτήριος
κατ-οπτευτήριος, ausspähend, zum Ausspähen geeignet, τὸ κατ. Schol. Eur. Phoen. 240. Vgl. κατοπτήριος.
2 κατοπτευτήριος