-
81 κατισχύσαιεν
κατισχύ̱σαιεν, κατισχύωoverpower: aor opt act 3rd pl -
82 κατισχύσαντας
κατισχύ̱σαντας, κατισχύωoverpower: aor part act masc acc pl -
83 κατισχύσαντες
κατισχύ̱σαντες, κατισχύωoverpower: aor part act masc nom /voc pl -
84 κατισχύσαντι
κατισχύ̱σαντι, κατισχύωoverpower: aor part act masc /neut dat sg -
85 κατισχύσαντος
κατισχύ̱σαντος, κατισχύωoverpower: aor part act masc /neut gen sg -
86 κατισχύσας
κατισχύ̱σᾱς, κατισχύωoverpower: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
87 κατισχύσασα
κατισχύ̱σᾱσα, κατισχύωoverpower: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
88 κατισχύσασαι
κατισχύ̱σᾱσαι, κατισχύωoverpower: aor part act fem nom /voc pl (attic epic ionic) -
89 κατισχύσειας
κατισχύ̱σειας, κατισχύωoverpower: aor opt act 2nd sg -
90 κατισχύσειε
κατισχύ̱σειε, κατισχύωoverpower: aor opt act 3rd sg -
91 κατισχύσειεν
κατισχύ̱σειεν, κατισχύωoverpower: aor opt act 3rd sg -
92 κατισχύσειν
κατισχύ̱σειν, κατισχύωoverpower: fut inf act (attic epic) -
93 κατισχύσητε
κατισχύ̱σητε, κατισχύωoverpower: aor subj act 2nd pl -
94 κατισχύσοι
κατισχύ̱σοῑ, κατισχύωoverpower: fut opt act 3rd sg -
95 κατισχύσονται
κατισχύ̱σονται, κατισχύωoverpower: fut ind mid 3rd pl -
96 κατισχύσωμεν
κατισχύ̱σωμεν, κατισχύωoverpower: aor subj act 1st pl -
97 κατισχύσωσι
κατισχύ̱σωσι, κατισχύωoverpower: aor subj act 3rd pl -
98 κατισχύσωσιν
κατισχύ̱σωσιν, κατισχύωoverpower: aor subj act 3rd pl -
99 κατισχύων
κατισχύ̱ων, κατισχύωoverpower: pres part act masc nom sg -
100 κατισχύωνται
κατισχύ̱ωνται, κατισχύωoverpower: pres subj mp 3rd pl
См. также в других словарях:
κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… … Dictionary of Greek
κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσατε — κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor imperat act 2nd pl κατῑσχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)