-
41 κατίσχυκεν
κατί̱σχῡκεν, κατισχύωoverpower: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κατί̱σχῡκεν, κατισχύωoverpower: perf ind act 3rd sg -
42 κατίσχυσα
κατί̱σχῡσα, κατισχύωoverpower: aor ind act 1st sgκατίσχῡσα, κατισχύωoverpower: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
43 κατίσχυσαν
κατί̱σχῡσαν, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd plκατίσχῡσαν, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
44 κατίσχυσας
κατί̱σχῡσας, κατισχύωoverpower: aor ind act 2nd sgκατίσχῡσας, κατισχύωoverpower: aor ind act 2nd sg (homeric ionic) -
45 κατίσχυσε
κατί̱σχῡσε, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd sgκατίσχῡσε, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
46 κατίσχυσεν
κατί̱σχῡσεν, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd sgκατίσχῡσεν, κατισχύωoverpower: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
47 κατεξουσιάζω
см. κατισχύω -
48 κατισχυθείς
κατισχῡθείς, κατισχύωoverpower: aor part pass masc nom /voc sg -
49 κατισχυθέντες
κατισχῡθέντες, κατισχύωoverpower: aor part pass masc nom /voc pl -
50 κατισχυθέντος
κατισχῡθέντος, κατισχύωoverpower: aor part pass masc /neut gen sg -
51 κατισχυκέναι
κατῑσχῡκέναι, κατισχύωoverpower: perf inf act -
52 κατισχυομένη
κατισχῡομένη, κατισχύωoverpower: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
53 κατισχυομένης
κατισχῡομένης, κατισχύωoverpower: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
54 κατισχυομένοις
κατισχῡομένοις, κατισχύωoverpower: pres part mp masc /neut dat pl -
55 κατισχυομένου
κατισχῡομένου, κατισχύωoverpower: pres part mp masc /neut gen sg -
56 κατισχυομένους
κατισχῡομένους, κατισχύωoverpower: pres part mp masc acc pl -
57 κατισχυουσών
-
58 κατισχυουσῶν
-
59 κατισχυούσης
κατισχῡούσης, κατισχύωoverpower: pres part act fem gen sg (attic epic ionic) -
60 κατισχυσάτω
κατισχῡσάτω, κατισχύωoverpower: aor imperat act 3rd sg
См. также в других словарях:
κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… … Dictionary of Greek
κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσατε — κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor imperat act 2nd pl κατῑσχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)