-
1 κατισχυω
1) укрепляться, крепнуть(κ. δέμας Soph.)
2) получать перевес, одолевать, побеждать(τῷ πλήθει Polyb.; τινά и τι Diod.; τινός NT.)
; pass. быть побежденным(τῇ μάχῃ, ὑπ΄ ἔρωτος Diod.)
-
2 κατισχύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατισχύω
-
3 κατισχύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατισχύω
-
4 κατισχύω
μετ. αμετ. преобладать; брать верх, получать перевес, побеждать -
5 κατισχύω
превозмочь, одолеть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατισχύω
-
6 κατεξουσιάζω
см. κατισχύω -
7 2729
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2729
См. также в других словарях:
κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… … Dictionary of Greek
κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσατε — κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor imperat act 2nd pl κατῑσχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)