-
1 осилить
ρ.σ.1. υπερισχύω, κατισχύω, υπερνικώ, βάζω κάτω. || μτφ. κατανικώ, υποτάσσω• συγκρατώ.2. τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι•осилить математику τα βγάζω πέρα στα μαθηματικά•
один я -лю работу μόνος μου θα τη βγάλω πέρα τη δουλειά.
-
2 побороть
-борю, -борешь ρ.σ.μ.1. κατα-βαλλω, νικώ επικρατώ, κατισχύω, υπερισχύω, υπερνικώ.2. καταδαμάζω, κατανικώ, καταστέλλω, υποτάσσω, καταπνίγω (για πάθη κ.τ.τ.).εκφρ.побороть себя – κυριαρχώ στον εαυτό μου, συγκρατώ τον εαυτό μου (για αίσθημα, επιθυμία).αγωνίζομαι, παλεύω για ένα χρ. διά-στη μα.
См. также в других словарях:
κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… … Dictionary of Greek
κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχύσατε — κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor imperat act 2nd pl κατῑσχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)