-
1 κατεστράφατο
A v. καταστρέφω. [full] κατέσχεθον, v. κατέχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεστράφατο
-
2 κατεστράφατο
καταστρέφωturn down: plup ind mp 3rd pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
κατεστράφατο — καταστρέφω turn down plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)