-
1 κατειπείν
-
2 κατειπεῖν
-
3 κατεῖπον
κατεῖπον, inf. κατειπεῖν, used as [tense] aor. to the [tense] pres. καταγορεύω ( κατερῶ (v. κατερέω) being the [tense] fut.):—also in form [full] κατεῖπα Hdt.2.89, Ar. Pax 20:—A speak against or to the prejudice of, accuse, denounce, τινος Ar. Pax 377, Th. 340;κ. τινὸς πρός τινα Pl.Tht. 149a
, cf. X.Mem.2.6.33: abs., give information, Hdt.2.89,πρὸς τοὺς βασιλέας SIG986.7
(Chios, v/iv B.C.).II c. acc., declare, report,εἴ σοι γάμον κατεῖπον E.Med. 589
;κ. τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar.V.54
; τἀν Σάμῳ ib. 283 (lyr.); πατέρα κ. make him known, E. Ion 1345; κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, denounce them, And.2.7: c. acc. et part.,κ. σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα E.Hel. 898
; enumerate,φύλλα δένδρων Anacreont.13.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεῖπον
-
4 φωρά
A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al. 273;ἱερῶν χρημάτων SIG672.16
(Delph., ii B. C.);ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17
(ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69.II detection, discovery,τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67
M.;ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96
;μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11
. ( φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.) -
5 τολμάω
τολμάω impf. ἐτόλμων; fut. τολμήσω; 1 aor. ἐτόλμησα; pf. inf. τετολμηκέναι (Just., D. 133) (s. τόλμα; Hom.+) to show boldness or resolution in the face of danger, opposition, or a problem, dare, bring oneself to (do someth.)ⓐ w. inf.α. dare, have the courage, be brave enough ὑπὲρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν Ro 5:7 (on being willing to die for a good man cp. Ael. Aristid. 46 p. 346 D.; Vita Philonid. [s.v. τράχηλος]). Cp. Phil 1:14. Mostly used w. a neg. (TestAbr B 4 p. 109, 1 [Stone p. 66]; Jos., Ant. 20, 7 ἀντιλέγειν οὐκ ἐτόλμων; Just., A I, 19, 2 and D. 33, 1) οὐδὲ ἐτόλμησέν τις ἐπερωτῆσαι Mt 22:46. Cp. Mk 12:34; Lk 20:40; J 21:12; Ac 5:13. Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα κατανοῆσαι Moses did not venture to look at (it) 7:32.β. bring oneself, presume (Theognis 1, 377 Zeus brings himself to include sinners and upright in the same fate; ‘The Tragedy’ in Simplicius In Epict. p. 95, 42 τολμῶ κατειπεῖν=I do not hesitate to say plainly; Himerius, Or. 20, 3 λέγειν τ.; 3 Macc 3:21; TestAbr B 6 p. 110, 12 [Stone p. 68]; TestJob 24, 7; Philo, Somn. 1, 54; Jos., C. Ap. 1, 318; Just., A I, 61, 11) τολμᾷ τις ὑμῶν κρίνεσθαι ἐπὶ τῶν ἀδίκων; can any of you bring yourself to go to law before the unrighteous? 1 Cor 6:1 (κρίνω 5aβ). W. a neg. (TestAbr B 4 p. 109, 1 [Stone p. 66]; GrBar 12:6; Just., A II, 3, 6 and D. 112, 4) οὐ τολμήσω τι λαλεῖν Ro 15:18. Cp. 2 Cor 10:12; Jd 9.ⓑ abs. be courageous (Job 15:12) ἐν ᾧ ἄν τις τολμᾷ, … τολμῶ κἀγώ whatever anyone else dares to do, … I can bring myself (to do the same) 2 Cor 11:21. τολμῆσαι ἐπί τινα show courage or boldness toward or against someone (En 7:4) 10:2. τολμήσας εἰσῆλθεν he summoned up courage and went in Mk 15:43; GJs 24:2 (cp. Plut., Camillus 140 [22, 6] τολμήσας παρέστη).—DELG s.v. τόλμη. B. 1149. M-M. TW.
См. также в других словарях:
κατειπεῖν — κατεῖπον speak against aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με … Dictionary of Greek
κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… … Dictionary of Greek
χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek