-
1 Denounce
v. trans.Inform against: P. καταμηνύειν (gen.), ἐνδεικνύναι (acc.) (Dem. 126); see Inform.Denounce one person to another: P. κατειπεῖν (τινὸς πρός τινα) (Plat.).Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν.Threaten: P. and V. ἀπειλεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Denounce
-
2 Betray
v. trans.Exhibit, give proof of, see under Show.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Betray
-
3 Disclose
v. trans.Show: P. and V. φαίνειν, δηλοῦν, δεικνύναι, ἐκφαίνειν (Plat.), ἀποδεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Ar. and P. ἀποφαίνειν, V. ἐκδεικνύναι; see Show.Reveal: P. and V. αποκαλύπτειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ἀναπτύσσειν, ἀνοίγειν.Publish, betray: P. and V. ἐκφέρειν, μηνύειν, κατειπεῖν, V. προμηνύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disclose
-
4 Divulge
v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Divulge
-
5 Inform
v. trans.Instruct, teach: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν.Announce: P. and V. ἀγγέλλειν (τί τινι), ἀπαγγέλλειν (τί τινι), σημαίνειν (τί τινι), ἐξαγγέλλειν (τί τινι).Inform against ( a person): P. μηνύειν κατά (gen.), καταμηνύειν (gen.), P. and V. κατειπεῖν (gen.), Ar. and P. ἐνδεικνύναι ( acc).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inform
-
6 Reveal
v. trans.Show: P. and V. φαίνειν, ἐκφαίνειν (Plat.), δηλοῦν, δεικνύναι, ἀποδεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Ar. and P. ἀποφαίνειν, V. ἐκδεικνύναι; see Show.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reveal
См. также в других словарях:
κατειπεῖν — κατεῖπον speak against aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγορεύω — καταγορεύω, αόρ. β κατεῑπον (Α) 1. ανακοινώνω, αναγγέλλω 2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.) 3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.) 4. μιλώ με … Dictionary of Greek
κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… … Dictionary of Greek
χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek