Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατεβάζει

  • 1 κατεβάζω

    μετ.
    1) спускать, опускать; снимать (откуда-л. сверху); помогать сойти, спуститься; 2) прям., перен. понижать;

    κατεβάζω τη φωνή — понижать тон, голос;

    3) выгружать;
    4) снижать (цену), уступать (в цене); делать скидку, продавать дешевле (товар); 5) уносить, нести (течением реки);

    § κατεβάζω γάλα — а) увеличивать надой (о кормах и т. п.); — б) давать много молока;

    κατεβάζω απ' το θρόνο — свергать с престола;

    ο νούς ( — или τό κεφάλι) του κατεβάζει — голова у него хорошо работает, хорошо соображает;

    κατεβάζω τα μούτρα μου — или τα κατεβάζω — иметь кислый вид, быть унылым, хмурым, нахмуренным;

    του τα κατέβασα τ' αυτιά я его унизил;
    τα κατέβασε τ' αυτιά του он унизился; κατέβασε ο ποταμός река разлились;

    κατεβάζει το βουνό — с гор дует сильный ветер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατεβάζω

  • 2 κούτρα

    η
    1) лоб; 2) голова; башка (разг);

    δεν κατεβάζει η κούτρα του — у него башка не варит;

    § αλί πού τώχει η κούτρα του να κατεβάζει ψϋίρες — погов, чёрного кобеля не отмоешь добела

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κούτρα

  • 3 κεφάλι

    τό
    1) голова (человека, животного); 2) голова, штука (скота); 3) шляпка (гвоздя и т. п.); 4) голова (сахару); головка (чесноку, сыра и т. п.);

    § γερό κεφάλι — умная голова;

    αγύριστο ( — или μουλαρήσιο) κεφάλι — упрямец;

    ξερό κεφάλι — тупица;

    κακόтоб κεφάλιου του — пусть пеняет на себя;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову;

    δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη μελέτη — уйти с головой в учёбу;

    βάζω ( — или κόβω) το κεφάλι μου πώς... — ручаюсь головой, голову даю на, отсечение, что...;

    σπάζω το κεφάλι μου — ломать себе голову;

    βγάζω απ' το κεφάλι μου — а) выбрасывать что-л, из головы; — б) выдумать, взять что-л, из своей головы;

    δεν έχει κεφάλι — он совсем безмозглый (человек);

    κάνωтоб κεφάλιου μου — делать, что взбредёт в голову;

    παίζω το κεφάλι μου — рисковать головой;

    χτυπώто κεφάλι μου στον τοίχο — биться головой о стен(к)у;

    είμαι ένα κεφάλι πιό ψηλά από κάποιον — быть на голову выше кого-л.;

    πληρώνω με το κεφάλι μου — поплатиться головой (за что-л.);

    κατεβάζει ( — или κόβει) το κεφάλι του — у него котелок варит;

    δεν κατεβάζω το κεφάλι — не склонять головы;

    βάζωто κεφάλι μου στον ντορβά ( — или στο σακκί) — положить голову на плаху;

    βάζω στο κεφάλι μου — вбить, забрать себе в голову

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεφάλι

  • 4 ξερό

    τό
    1) см. ξεράδι 2; 2) башка, котелок (разг);

    δεν κατεβάζει το ξερό του — у него котелок не варит, башка не соображает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξερό

  • 5 πολύς

    λή, ύ 1.
    1) многий; большой; долгий; длительный; чаще перев. наречиями много; очень; долго;

    πολύς κόσμος ( — или λαός) — много народу;

    προ πολλού — давно;

    πολύ κρύο — очень холодно;

    πολύς χρόνος — много времени, долго;

    σε περίμενα πολλή ώρα — я долго ждал тебя;

    είπε πολλά και διάφορα — он расска- зал много всяких вещей;

    πολή σκοτούρα — много хлопот;

    πολλά ο νούς του κατεβάζει — он очень находчивый;

    2) пресловутый;

    § τό πολύ — или τό πολυπολύ — а) самое большее, максимум;

    σε μιά βδομάδα το πολύ — максимум, самое большее, за одну неделю; — б) самое худшее (что может быть); — на худой конец;

    επί πολύ — надолго;

    ως επί το πολύ — или πολύ το πλείστον — обычно, в большинстве случаев;

    μετ'ой πολύ — вскоре, скоро; — через некоторое время;

    κατά πολύ — намного;

    πολλού γε και δεί — ничего подобного, напротив;

    λίγο πολύ — более или менее;

    είμαι μέγας και πολύς — быть великим, выдающимся; — быть знаменитым;

    2. πλ.:

    οι πολοί — а) большинство; — б) простой люд, толпа;

    § ουκ εν τω πολλώ το εδ, αλλ' εν τω ευ το πολυ — погов, мал золотник, да дорог

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολύς

См. также в других словарях:

  • κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …   Dictionary of Greek

  • καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ …   Dictionary of Greek

  • κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • γαλάρης — α και γαλάριος, ρια, ρικο και άρι [γάλα] 1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα») 2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο») …   Dictionary of Greek

  • γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… …   Dictionary of Greek

  • κατάκτρια — κατάκτρια, ἡ (Α) γυναίκα που γνέθει το νήμα, που στρίβει το αδράχτι και κατεβάζει την κλωστή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ ω με σημ. «κλώθω»] …   Dictionary of Greek

  • καταγωγεύς — καταγωγεύς, έως, ὁ (AM) αυτός που κατεβάζει κάτι αρχ. αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ αγωγεύς, προ αγωγεύς] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»