-
1 τρίβω
Aτρίβεσκον A.R.2.480
: [tense] fut. , ([etym.] ἀπο-) Od.17.232: [tense] aor.ἔτριψα Pherecr.181
; inf.τρῖψαι Od.9.333
, etc.: [tense] pf.τέτρῐφα M.Ant.9.10
, ([etym.] συν-) Eub.62:—[voice] Med., [tense] fut. τρίψομαι ([etym.] προς-) Antipho 4.2.8: [tense] aor.ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25
, A.D. Synt.210.26:—[voice] Pass., [tense] fut.τριφθήσομαι App.BC4.65
, etc.;τρῐβήσομαι Plu. Dio25
, ([etym.] ἐκ-) S.OT 428, ([etym.] κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι ([etym.] ἐπι-) Ar. Pax 246; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: [tense] aor.ἐτρίφθην Id.2.77
, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; ([etym.] δια-) D.19.164: more freq. [tense] aor. 2 ἐτρίβην [pron. full] [ῐ] Arist.Pr. 893b40; ([etym.] δι-) Th.1.125; ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.120; ([etym.] ἐπ-) freq. in Ar., Th. 557, al.; ([etym.] κατ-) Pl.Lg. 678d; ([etym.] συν-) Ar. Pax 71, etc.: [tense] pf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.τετρίφᾰται Hdt.2.93
. [[pron. full] ῐ only in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] fut. and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd. 60b;τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb. 46a
;τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr. 957a38
; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49;ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5
;τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108
(hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—[voice] Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε.. τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu. 195:—[voice] Pass., ; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77;ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA 661b22
.2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th. 486, Pl.Phd. 117b;ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd. 299b
;ποίαν IG 42(1).122.121
(Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl. 717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, grind,D.
18.258:—[voice] Pass.,θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86
;ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr. 929a17
, cf. b8;μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138
.II wear out clothes (cf. τρίβων (A)),τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a
;τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83
; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra. 123;τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260
S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.);πόδας τρίβειν Theoc.7.123
.2 of Time, wear away, spend,δυστυχῆ τ. βίον S.El. 602
;νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84
; (lyr.);ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl. 526
(anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag. 1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—[voice] Pass.,ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578
; ἀμφισβήτησις.. τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).III of persons, wear out,σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251
; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—[voice] Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—[voice] Pass., oppressed,Hdt.
2.124; l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ ( ἐπὶ codd.)τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41
.2 of money and property, waste, squander it, .3 use constantly,κατώμοσα.. μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av. 636
(lyr.);κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25
;ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23
;τετρ. σχηματισμός
in common use,A.D.
Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.4 [voice] Pass., to be much busied or engrossed with a thing,πολέμῳ Hdt.3.134
; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465;τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41
: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. τετριμμένος, practised, expert,ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281
S.;οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21
; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24;πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11
;ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585
, cf. 623. -
2 κατατρίβω
Aτέτρῐφα Isoc.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. -τρῐβήσομαι X.HG5.4.60
:— rub down or away: hence,1 of clothes, wear out,ἀμφὶ πλευρῇσι δοράς Thgn.55
, cf. Ar.Fr. 345, Pl.Phd. 87c, Metrod.Fr.55: hence metaph.,πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή Pl.Phd. 91d
, cf. 87d; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, i.e. constant frequenters of the tribune, Isoc.Ep.8.7;ὁ σταλαγμὸς κ. Arist.Ph. 253b15
: metaph., κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα to have it always on one's tongue, Luc.Par.43.2 of persons, wear out, exhaust,αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας κ. Th.8.46
:—[voice] Pass., to be quite worn out, c. part., , cf. X.Mem.1.2.37; -τριβήσοιντο ὑπὸ πολέμου Id.HG5.4.60
;ἐν τοῖς στρατοπέδοις Isoc.15.115
;περὶ τὸν πόλεμον Plu.Fab.19
.3 of Time, spend, consume, , cf. Aeschin. 2.14, Men.Epit.54, Plu.Caes.13;τὰς ἡμέρας περὶ τῶν τυχόντων Arist. EN 1117b35
, cf. Plb.5.62.6, etc.; κ. τὸν βίον employ it fully, X.Mem. 4.7.5, Nicol.Com.1.23, cf. Phld.Rh.1.38 S.:—so in [voice] Med., τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κ. waste the greater part of one's life in.., Pl.R. 405b: in [tense] pf. [voice] Pass. (later in [tense] aor. 2 -τρῐβέντες Cod.Just.1.5.16.5
), wear away one's life, pass one's whole time, c. part., ;κ. στρατευόμενος X.Mem.3.4.1
;ἐπί τινι Them.Or.26.312c
.4 of property, etc., squander,ἅπαντα X.Cyr.8.4.36
;τὸν λόγον περί τι D.H.Comp. 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατρίβω
-
3 ἐνδιατρίβω
II abs. (sc. Χρόνον or βίον), spend time in a place,αὐτόθι D.33.5
;τῇ Χώρᾳ Plb.3.88.1
, etc.;ἐν τόπῳ D.S. 5.44
; ἀνθρωπίσκοις among them, Luc.Alex.33.3 continue in the practice of a thing,τοῖς ἠθάσι.. τοῖς ἀρχαίοις Ar.Ec. 585
, cf. Pl. Grg. 484c, R. 487d; ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν ἔν τινι let one's eyes linger on it, X.Cyr.5.1.16; ἐ. λόγοις καὶ ἔργοις linger fondly on them, Luc.Nigr.7;τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2
;κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr. 217
;περὶ μουσικήν Ath.14.623e
;ἐ. ὅθεν ἡσυχιεῖ Epicur. Nat.27
G.; esp. dwell upon a point (in speaking), Aeschin.3.201, cf. Arist.Pol. 1258b35, Jul.Or.1.45b;περί τινος Arist.Metaph. 989b27
;τῷ Χρησίμῳ Hermog.Prog.7
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιατρίβω
См. также в других словарях:
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
ψαίρω — Α (μόνον στον ενεστ.) 1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση 2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά β) (για φύλλα) θροΐζω γ) (για σφυγμό) πάλλω δ) (για άστρο) λαμπυρίζω ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
μασάζ — Το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που εκτελούνται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, με το χέρι ή με μηχανικά μέσα. Το μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την οργανοθεραπεία ή με την ιατρική γυμναστική, παρότι πρακτικά αυτές οι μορφές θεραπείας… … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek