-
1 κατα-σχηματίζω
κατα-σχηματίζω, bilden, gestalten; σφᾶς αὐτούς Isocr. 11, 24; Plut. Rom. 26 u. a. Sp.
-
2 συγ-κατα-σχηματίζω
συγ-κατα-σχηματίζω, mit oder zugleich in eine Gestalt oder Stellung bringen, τινί, Plut. dc virt. mor. 4.
-
3 σχηματιζω
(fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)1) давать форму, придавать вид, т.е. образовывать, формировать(τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.)
τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. — естественные образования;τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. — все оформленное возникает из бесформенности;τὸν βραχίονα ἐφ΄ ὕβρει σ. Plut. — делать рукой насмешливый жест2) убирать, украшать(τι πρὸς τὸ βέλτιον Diod.)
ἐσχημάτισται ἀσπὴς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. — щит был разукрашен не как-нибудь;σχηματίζεσθαι κόμην Eur. — убирать свои волосы, причесываться3) сопровождать жестами4) выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.5) танцевать, плясать Arph.6) изображать, представлятьτὰ σχήματα σ. Plat. — принимать позы;
πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. — напускать на себя важность7) воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции(ἐν ταῖς μάχαις Plat.)
8) med. притворяться, прикидыватьсяὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. — он сделал вид, что знает;
σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. — они прикидываются неучеными;ἐσχηματισμένος Plat. — притворяющийся, притворный -
4 σχηματίζω
σχημᾰτ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of [voice] Med., v. infr.1.2.Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position,ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις Pl.R. 526d
, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα ς. Pl.Hp.Mi. 374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar. Pax 324, Fr. 678:—[voice] Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R. 577a.2 [voice] Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing,ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph. 268a
; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς.. gives itself airs under the pretence that.., Id.Grg. 511d: c. inf.,σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt. 342b
; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a.3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—[voice] Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471.II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit.., Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα ς. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; ; παρθένον ἀκέφαλον ς. Eratosth.Cat.9;ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73
;τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11
;τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13
:—[voice] Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med. 1161:—[voice] Pass.,τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26
;τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph. 188b19
, etc.;ἐσχημάτ ισται δ' ἀσπίς A.Th. 465
; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr. 261;τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73
K.2 deck out, dress up,ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14
, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet.,σ. λόγον Philostr.VS1.21.5
, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—[voice] Pass.,ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73
;θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8
; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc. 294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17;ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4
.3 arrange in certain figures,χορούς Chamael.
ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—[voice] Pass. and [voice] Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.);ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10
; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po. 1447a27.6 use σχήματα (v.σχῆμα 7d
),σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3
; construct,περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5
, cf. Hermog.Inv.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματίζω
-
5 κατασχηματίζω
κατα-σχηματίζω, bilden, gestalten -
6 κατασχηματιζω
1) одевать, наряжать: , ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул)2) образовывать, воспитывать(ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.)
-
7 συγκατασχηματίζω
-
8 отложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.
|| τέμνω, χωρίζω.2. αναβάλλω•отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•
отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.
3. παλ. αναδιπλώνω•отложить воротника κατεβάζω το γιακά.
4. ξεζεύω.5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).6. γεννώ, αποθέτω•отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•
отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.
7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.εκφρ.отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.
3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι. -
9 σχῆμα
A form, shape, figure, E. Ion 238, Ar.V. 1170, Pl.R. 601a, Thphr.Ign.52, etc.;καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra. 463
;διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec. 150
;Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th. 488
: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph. 952;σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072
;σ. δόμων Id.Alc. 911
(anap.), cf. Hec. 619; Ἀσιάτιδος γῆς ς. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr. 210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id. Ion 992, IT 292, cf. IG3.1417.14;τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA 640b34
(but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8);τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R. 373b
;σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a19
; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22.b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape,ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr.
ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64.2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. ς. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R. 365c; show, pretence,ἦν δὲ τοῦτο.. σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89
;οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin. 989c
; σχήματι ξενίας under the show of.., Plu. Dio16, etc.3 bearing, air, mien, Hdt.1.60;τύραννον σ. ἔχειν S.Ant. 1169
; ἄφοβον δεικνὺς ς. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν ς. ib.5.1.5; ὑπηρέτου ς. D.23.210;τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72
; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς ς. Pl.Lg. 685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας ς., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι ς., c. inf., there's something to be said for.., E.Tr. 470, cf. IA 983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10.4 fashion, manner,ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2
; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223;σ. τοῦ κόσμου E.Ba. 832
, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph. 252 (lyr.); τούτῳ.. κατῴκουν τῷ ς. Pl.Criti. 112d.b dress, equipment,ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq. 1331
; βαβαιὰξ τοῦ ς. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας ς., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.).5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ ς. Pl.Alc.1.135d;πάντα σ. ποιεῖν Id.R. 576a
;ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg. 918e
, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν ς. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49.6 character, characteristic propetry of a thing, [ πόλεως] Th.6.89; ; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN 1160b25;τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh. 1408b21
(but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms ( modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po. 1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας ς. its characteristic forms, ib. 1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg. 718b; ἐν ἀπολογίας ς. Isoc.15.8; ἐν μύθου ς. Arist.Metaph. 1074b2, cf. Pl.Ti. 22c; τὸ τῆς διαίτης ς. Gal.15.582;αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183
.7 a figure in Dancing, Ar.V. 1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar. Pax 323, Pl.Lg. 669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.;σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5
; ἐν.. μουσικῇ καὶ σχήματα.. καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg. 655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra. 538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως ς. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.σχηματίζω 11.3
.b Rhet., figure of speech, Pl. Ion 536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5
, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S.d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc.e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al.8 geometrical figure, Arist.de An. 414b20, al., Onos.10.28;μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7
.d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445.9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10.10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17. -
10 представление
представлени||ес1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου. -
11 ζώνη
η1) пояс; ремень; портупея;ζώνη κοιλίας — бандаж;
2) зона, полоса; район;ορεινή ζώνη — горный район;
ουδέτερη ζώνη — нейтральная полоса;
ελευθέρα ζώνη — свободная зона (в порту);
ζώνη κατοχής — оккупационная зона;
ζώνη πυρός — зона огня;
ζώνη επιχειρήσεων — район военных действий;
σχηματίζω ζώνη περί... — оцеплять, окружать что-л.;
3) геогр., физ. зона; пояс (тж. геом.);κατεψυγμένη (εύκρατος, διακεκαυμένη) ζώνη — холодный (умеренный, жаркий) пояс;
ώρα κατά ζώνεή поясное время;4) кордон;υγειονομική ζώνη — санитарный кордон;
ζώνη των χωροφυλάκων — жандармский кордон;
5) тех обойма, кольцо -
12 расслоить
-лою, -лоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лон, -лоена, -лоеноρ.σ.μ.1. χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα•расслоить тесто φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα•
расслоить почву σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος.
2. μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα.1. χωρίζομαι, σε στρώματα ή φύλλα.2. μτφ. χωρίζομαι (από διακριτικά σημάδια). -
13 ἔχω 1
ἔχω 1.Grammatical information: v.Meaning: `possess, get(back-), have', aor. `conquer, take (in possession)', intr. `hold oneself', med. `id.';Other forms: also ἴσχω, aor. σχεῖν, ἔσχον, fut. ἕξω, σχήσω (Il.), perf. act. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), med. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην (late).Compounds: very often with prefix in various meanings, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- etc. As 1. member in e. g. ἐχέ-φρων, ἐχ-έγγυος, ἐχεπευκής (s. v.), ἐκεχειρία (s. v.); also ἰσχέ-θυρον a. o. (hell.); cf. Schwyzer 441; as 2. member e. g. in προσ-, συν-εχής with προσ-, συν-έχεια.Derivatives: From the ε-grade (= present-stem): ἔχμα `obstacle, support, defence' (Il.) with ἐχμάζω (H., Sch.; cf. ὀχμάζω below); Myc. e-ka-ma?; ἕξις `attitude, situation etc.', often in derivv. of prefix-compp., e. g. πρόσ-, κάθ-εξις from προσ-, κατ-έχειν (Ion.-Att.); with ( προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. also s. v.); ἑξῆς s. v.; ἐχέ-τλη, - τλιον `plough-handle' (cf. καὶ ἡ αὖλαξ, καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου Η. and ἐχελεύειν ἀροτριᾶν H.); ἕκτωρ `the holder' (Lyc. 100; also Pl. Kra. 393a as explanation of the PN [s. v.]; Sapph. 157 as surname of Zeus); ἐχυρός s. v. From εὖ ἔχειν: εὑεξία `good condition' (Ion.-Att.; opposite καχεξία from κακῶς ἔχειν) with εὑέκ-της, - τικός, - τέω, also - τία (Archyt.); retrograde formation εὔεξος εὑφυής H. (not with Schwyzer 516 σο-Suffix). From the reduplicated present (s. below): ἰσχάς f. `anchor' (S. Fr. 761, Luc. Lex. 15); lengthened forms ἰσχάνω, - νάω (Il.). From the zero grade (= aorist-stem): σχέσις `situation, character, relation, holding back' (Ion.-Att.), often in derivv. from prefix-compp., e. g. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατά-σχεσις from ἀνα-σχεῖν, - έσθαι etc.; σχῆμα (cf. σχ-ήσω) `attitude, form, appearance' (Ion.-Att.; Schwyzer 523); secondarily σχέμα (H.) Lat. schĕma f. (Leumann Sprache 1, 206); with σχηματίζω with σχημάτ-ισις, - ισμός etc.; verbal adjective ἄ-σχετος `not to hold, irresistable' (Il.); from virtual verbal adjectives come also the abstract-formations ἐπισχεσίη `attitude, pretext' (φ 71), ὑποσχεσίη `promise' (Ν 369, A. R.), cf. Schwyzer 469, Holt Les noms d'action en - σις 86f.; here also *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. vv.); (not to ἰσχύς). From the o-grade: ὄχοι m. pl. `holder, preserver' ( λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός `fest, certain' (Ph. Byz.), further in verbal adjectives to the prefix-compp. like ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (from ἐξ-έχειν etc.); ὀχή f. `holding, support' (Call., Lyc., Ath.); to the prefix-compp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐπ-οχή etc. (from συν-έχειν etc.); ὀχεύς "holder", `helm-strap, girdle-clasp, door-bolt etc.' (Il.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 30, also on ὀχεύω `pounce upon' etc.; cf. s. v.); ὄχανον `shield-holder' (Anakr., Hdt.), also ὀχάνη (Plu.; cf. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος `fortress' (Lyc.), ὄχμα πόρπημα H.; with ὀχμάζω `hold fest' (A., E.); adv. ὄχα `widely, by far' (ὄχ' ἄριστος Il.), ἔξοχα `in front of' (ἔχω 1 πάντων; Il.). Reduplicated formation: ἀν-οκωχή s. v.; also (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. v., w. compositional lengthening: εὑωχέω, s. v. - On συνοκωχότε (Β 218) s. v.Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- `hold, have'Etymology: ἔχω, with reduplication ἴ-σχ-ω (\< *ἵ-σχ-ω, ( σ)ί-σχ-ω), has an exact agreement in Skt. sáhate `force, conquer' (= ἔχεται, IE *séǵʰetoi); but the zero grade aorist and the other verbal forms are isolated (GAv. zaēma not = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 n. 12). In Greek the word group knew a strong development; cf. Meillet Άντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. On the other hand in Greek fail the neutral s-stem Skt. sáhas- `force, srength, victoy', Av. hazah- `id.', Goth. sigis (cf. on ἐχυρός). The group is also represented in Celtic, e. g. in the Gaulish names Σεγο-δουνον, Sego-vellauni. - Older lit. and further forms in Bq s. v., Pokorny 888f.Page in Frisk: 1,603-604Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔχω 1
См. также в других словарях:
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek