-
1 πτήσσω
πτήσσω, aor. I. ἔπτηξα, u. II. ἔπτακον (s. κατα-πτήσσω) perf. ἔπτηχα, selten ἔπτηκα, u. im partic. ep. πεπτηώς in intrans. Bdtg (vgl. ὑποπτήσσω). in Furcht u. Schrecken setzen, πτῆξε ϑυμὸν Ἀχαιῶν, Il. 14, 40; Paul. Sil. ecphras. 1, 26 sagt ζυγὸν πτήσσειν, ein Joch furchtbar machen, machen, daß man es fürchtet; κείμην πεπτηώς, mich furchtsam zusammenduckend, hinkauernd, Od. 14, 354; πεπτηῶτες, 474; πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ ϑρόνον, 22, 362; δείματι πεπτηυῖα, Ap. Rh. 2, 535; ἐπτηχώς, Isocr. 5, 58; so intrans. brauchen Andere auch die übrigen tempp., ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥρωες, sich fürchten, Pind. P. 4, 57; πτήξας δέμας παρεῖχε, Aesch. Pers. 205; ἀπειλὰς πτήξας, sich vor den Drohungen fürchtend, Prom. 174, wie sp. D., Archi. 27 ( Plan. 94); πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε, Eur. Suppl. 281; so auch ἔπτηξα ϑυμόν, in der Seele, Soph. O. C. 1465; σιγῇ πτήξειαν ἄφωνοι, Ai. 171; οὐκέτι φόβῳ πτήσσω, Eur. Bacch. 1034; βωμὸν ἔπτηξ' ὕπο, Herc. Fur. 974, wie ἐν μυχοῖς πέτρας πτήξαντες, Cycl. 407, εἰς ἕνα χῶρον, Ar. Lys. 770, u. öfter; ἐάν τε κακῶς πάσχων πτήξῃ, Plat. Conv. 184 b; so auch bei Xen., im Ggstz von ἐξυβρίζω Cyr. 3, 1, 26, auch ὅτι οὐχ ὡς φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτοὺς οἴκοι καϑήμενοι, 3, 3. 18; Plut. Thes. 6; Lycurg. 49 vrbdt τοὺς ταῖς δ ανοίαις μὴ πτήξαντας τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον.
-
2 κατα-στήσσω
κατα-στήσσω (s. πτήσσω), p. aor. II. κατα-πτήτην Il. 8, 136, καταπτακών s. oben; perf. κατέπτηχα, Dem. 4, 8 u. Plut. Caes. 6; κατέπτηκα, Them. or. 24, 309 b; καταπεπτηχέναι u. καταπεπτηχώς Poll. 3, 136 sind von Bekker in κατεπτ. geändett; poet. partic. sync. καταπεπτηυῖα, Hes. Sc. 265; καταπεπτηῶτας, Man. 2, 168; – sich niederducken vor Furcht; τὼ δὲ δείσαντε καταπτή. την ὑπ' ὄχεσφι Il. δ, 136; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od. δ, 190; sich verbergen, verkriechen, εἴπερ κε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ Il. 22, 191; sp. D., στεινῇσι καταπτήξας ἐν άγυιαῖς Opp. Hal. 2, 410. Einzeln auch in Prosa, κατέπτηχε ταῦτα πάντα οὐκ ἔχοντα ἀποστροφήν Dem. 4, 8, von Furcht erfüllt u. schmiegen sich; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plut. Aemil. Paull. 27; ὡς δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχό. σιν D. Hal. 7, 50. Auch = anstaunen, τὸ μέγεϑος καταπτῆξαι Plut. Sull. 7.
-
3 παπταίνω
παπταίνω (mit πτήσσω zusammenhangend, durch Reduplication der Wurzel ΠΤΑ gebildet), umherblicken, um sich schauen, gew. mit dem Nebenbegriffe der Furcht, der Vorsicht oder Behutsamkeit, schüchtern um sich sehen; τρέσσε δὲ παπτήνας, Il. 17, 603; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεϑρον, 16, 283 u. öfter; πρός τι, Od. 12, 233; πάντοσε, Il. 17, 674; κατὰ στίχας, 17, 84; μεϑ' ὁμήλικας, nach den Gespielinnen gaffen, Hes. O. 446; auch ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ ἀμφί ἑ παπτήνας, Il. 15, 574; u. mit dem acc. der Person, nach Einem suchend umherspähen, 4, 200. 17, 115; vgl. Pind. παπταίνει τὰ πόρσω P. 3, 22, τὰ μακρά I. 6, 44; καὶ φροντίζειν, Aesch. Prom. 1036, der auch vrbdt πάπταινε δ' αὐτὸς μή τι πημανϑῇς ὁδῷ, Prom. 334, womit Il. 13, 649 zu vgl.; πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ, sich vorschen, daß nicht etwa; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς, Soph. Ant. 1216, vgl. Ai. 11 u. sp. D., wie εἰς γάμον ἄλλης Diod. 8 (VII, 700). – Auch in späterer Prosa, παπταίνω πρὸς τὸν Ἰσϑμόν, Plut. Them. 12, vgl. Philop. 12; ἐπὶ ϑάτερα, Pomp. 71; ἐς ἅπαντας, Luc. Philopatr. 19, ansehen.
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary
εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά … Dictionary of Greek
πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… … Dictionary of Greek