Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατα-πτήσσω)

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… …   Dictionary of Greek

  • πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] …   Dictionary of Greek

  • pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) —     pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā )     English meaning: to fall; to fly     Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen”     Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά …   Dictionary of Greek

  • πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»