-
1 κατα-βιάζομαι
κατα-βιάζομαι, bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασϑῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασϑῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.
-
2 καταβιάζομαι
κατα-βιάζομαι, bewältigen, bezwingen; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen -
3 καταβιαζομαι
1) med. подчинять себе, покорять(τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὴ χάριτι τέν δόξαν Plut.)
ὁμολογεῖν μέ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. — (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления2) pass. быть принуждаемым(ὑπό τινος Plut.)
-
4 βιάζω
A constrain, [voice] Act. once in Hom.,ἦ μάλα δή με βιάζετε Od.12.297
;ἐβίασε τὴν γυναῖκά μου Alc.Com.29
: abs., εἰ πάνυ ἐβίαζον if they used force, Hp.Epid.2.24; cf. infr.1.2:—[voice] Pass., [tense] fut.βιασθήσομαι Paus. 6.5.9
: [tense] aor. ἐβιάσθην, [tense] pf. βεβίασμαι (v. infr.):— to be hard pressed or overpowered,βελέεσσι βιάζεται Il.11.589
; βιάζετο γὰρ βελ. 15.727;βιασθέντες λύᾳ Pi.N.9.14
;νόσῳ Ar.Fr.20
(= Trag.Adesp.70); to be forced or constrained to do, c. inf., Id.Th.890: c. acc. cogn.,βιάζομαι τάδε S.Ant.66
, cf. 1073; ;ἐπεὶ ἐβιάσθη Th.4.44
;ὑπό τινος Id.1.2
; opp. ἀδικεῖσθαι, ib.77;βιασθεὶς ἄκων ἔπραξεν D.6.16
;ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν.. ἢ βιασθῶσιν Id.18.175
; ; βεβιασμένοι forcibly made slaves, X.Hier.2.12; πόλεις βεβ. Id.HG5.2.23: ; τὸ βιασθέν those who are forced, Arist.Pol. 1255a11; of things, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν forced from one by anger, S.OT 524; τὸ βεβιασμένον forced to fit a hypothesis, Arist.Metaph. 1082b2; βεβ. σχήματα forced figures of speech, D.H.Th.33, cf. Porph.Antr. 36.2 [voice] Act., make good, suffice to discharge a debt, PFlor.56.13.II more freq. βιάζομαι, [tense] aor. [voice] Med. ἐβιασάμην, [tense] pf.βεβίασμαι D.19.206
, Men.Sam.63, D.C.46.45:—overpower by force, press hard,ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.229
, etc.; β. τοὺς πολεμίους dislodge them, X.An.1.4.5; β. νόμους to do them violence, Th. 8.53; βιασάμενος ταῦτα πάντα having broken through all these restraints, Lys.6.52; β. γυναῖκα force her, Ar.Pl. 1092; opp. πείθειν, Lys.1.32; β. αὑτόν lay violent hands on oneself, Pl.Phd. 61c, 61d; β. τινά, c. inf., force one to do, X.An.1.3.1; τί με βιάζεσθε λέγειν; Arist. Fr.44: with inf. omitted, β. τὰ σφάγια force the victims [ to be favourable], Hdt.9.41;β. ἄστρα Theoc.22.9
: c. dupl. acc.,αὐδῶ πόλιν σε μὴ β. τόδε A.Th. 1047
.2 c. acc. rei, carry by force, βιάσασθαι τὸν ἔκπλουν force an exit, Th.7.72;τὴν ἀπόβασιν Id.4.11
: c. acc. neut., And.4.17, X.HG5.3.12.3 abs., act with violence, use force, A.Pr. 1010, Ag. 1509 (lyr.), S.Aj. 1160, etc.;πρὸς τὸ λαμπρὸν ὁ φθόνος βιάζεται Trag.Adesp.547.12
; opp. δικάζομαι, Th.1.77; β. διὰ φυλάκων force one's way, Id.7.83; β. ἐς τὸ ἔξω, β. εἴσω, ib.69, X.Cyr.3.3.69;δρόμῳ β. Th.1.63
: c. inf.,β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Id.7.79
; βιαζόμενοι βλάπτειν using every effort to hurt me, Lys.9.16; but βιαζόμενοιμὴ ἀποδιδόναι refusing with violence to repay, X.HG5.3.12: esp. in part., ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι may sail out by forcing their way, Th.7.67;συνεξέρχονται βιασάμενοι X.An.7.8.11
; ἐπὶ μᾶλλον ἔτι β. (of a famine) grow worse and worse, Hdt.1.94.4 contend or argue vehemently, c. inf., Pl.Sph. 246b; β. τὸ μὴ ὂν ὡς ἔστι κατά τι ib. 241d: abs., persist in assertion, D.21.205.
См. также в других словарях:
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
κατεγκονώ — κατεγκονῶ, έω (Α) (κατά τον Ησύχ.) επείγομαι, βιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγκονῶ «επείγομαι»] … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
σκαίρω — Α (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) 1. πηδώ, αναπηδώ, σκιρτώ («σκαιρούσας ἐλάφους», Καλλ.) 2. χορεύω, ορχούμαι («ποσὶ σκαίροντες ἕποντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκαίρω (< *σκαρ jω) ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek