-
1 καταφθιω
(pass.: 3 л. sing. aor. κατέφθιτο, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι) губить(τινά Hom., Soph.)
; уничтожать(παλαιὰς διανομάς Aesch.)
; pass. погибать, гибнуть, исчезатьὡς ἀγαθὸν καὴ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι ἀνδρός Hom. — как хорошо, когда у погибшего мужа остается сын;
ἤϊα πάντα κατέφθιτο Hom. — все дорожные припасы были истрачены;οἱ καταφθίμενοι HH. — мертвецы;ἐπεὴ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο Aesch. — когда же погас свет солнца -
2 καταφθίω
I causal in [tense] fut. καταφθίσω [ῑ] Od. (v. infr.), [tense] aor. 1 κατέφθῐσα Trag. (v. infr.):—ruin, destroy,οὐ μὲν δή σε καταφθίσει Od.5.341
;παλαιὰς διανομὰς -φθίσας A.Eu. 727
; (lyr.).II [voice] Pass., [tense] aor. κατεφθίμην, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι; poet. καπφθίμενος restored in anapaestic and choriambic verses of E., Rh. 378, Supp. 984, El. 1299:—waste away, perish, κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε' ἀνδρῶν would all have been consumed, spent, Od.4.363; ; σεῖο καταφθιμένοιο if thou shouldst die, Il.22.288;νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν Od.11.491
, cf. h.Cer. 347;νόμοι περὶ τῶν -φθιμένων IG 12(5).593
A 1 ([place name] Ceos); ἐκεῖ κατέφθιτο there he died, A.Pers. 319, cf. S. Ph. 346;τὠμῷ πόθῳ κ. Id.OT 970
; φέγγος ἡλίου κατέφθιτο the sun's light died away, A.Pers. 377.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφθίω
-
3 καταφθίω
κατα - φθίω, fut. - φθίσει, mid. aor. κατέφθιτο, inf. καταφθίσθαι, part. - φθίμενος: destroy, mid., perish, pass away, die; νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ( κατά because they have passed down to Hades, cf. καταθνήσκω), Od. 11.491.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταφθίω
-
4 καταφθίω
κατα-φθίω, (1) zu Grunde richten, hinschwinden lassen, töten. (2) untergehen, umkommen, sterben; ὡς καὶ σὺ καταφϑίσϑαι ὤφελες, o daß du umgekommen wärst; ἤϊα κατέφϑιτο, die Reisevorräte waren aufgezehrt; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, nachdem es erloschen war -
5 κατα-φθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H. h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25, 122 Conj. Mein. für καταφϑίνουσι.
-
6 καταφθινύθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφθινύθω
-
7 καταφθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen
См. также в других словарях:
καταφθίω — (Α) 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω 2. παθ. καταφθίομαι α) πεθαίνω β) καταναλίσκω, ξοδεύω γ) μτφ. (για το φως τού ήλιου) σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek