-
1 καταφθίω
κατα-φθίω, (1) zu Grunde richten, hinschwinden lassen, töten. (2) untergehen, umkommen, sterben; ὡς καὶ σὺ καταφϑίσϑαι ὤφελες, o daß du umgekommen wärst; ἤϊα κατέφϑιτο, die Reisevorräte waren aufgezehrt; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, nachdem es erloschen war -
2 κατα-φθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H. h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25, 122 Conj. Mein. für καταφϑίνουσι.
-
3 καταφθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen
См. также в других словарях:
καταφθίω — (Α) 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω 2. παθ. καταφθίομαι α) πεθαίνω β) καταναλίσκω, ξοδεύω γ) μτφ. (για το φως τού ήλιου) σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek