-
1 καταφθινυθω
-
2 καταφθινύθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφθινύθω
-
3 καταφθινύθω
κατα-φθινύθω, verstärktes καταφϑίω, zu Grunde gehen lassen -
4 καταφθινύθει
καταφθινύθωpres ind mp 2nd sgκαταφθινύθωpres ind act 3rd sg -
5 καταφθινύθουσιν
καταφθινύθωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)καταφθινύθωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
6 καταφθινύθοντες
καταφθινύθωpres part act masc nom /voc pl -
7 καταφθινύθουσα
καταφθινύθωpres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
καταφθινύθει — καταφθινύθω pres ind mp 2nd sg καταφθινύθω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθουσιν — καταφθινύθω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταφθινύθω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθοντες — καταφθινύθω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθινύθουσα — καταφθινύθω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)