-
1 καταστρωννυμι
1) устилать(πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.)
2) убивать, умерщвлять(τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.)
; pass. погибать -
2 καταστρώννυμι
{с.гл., 1}уложить, повалить, поражать, убивать, умерщвлять; страд. падать, лечь, погибать (1Кор. 10:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστρώννυμι
-
3 καταστρώννυμι
{с.гл., 1}уложить, повалить, поражать, убивать, умерщвлять; страд. падать, лечь, погибать (1Кор. 10:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστρώννυμι
-
4 καταστρώννυμι
уложить, повалить, поражать, убивать, умерщвлять, страд. падать, лечь, погибать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστρώννυμι
-
5 2693
{с.гл., 1}уложить, повалить, поражать, убивать, умерщвлять; страд. падать, лечь, погибать (1Кор. 10:5).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2693
См. также в других словарях:
καταστρώννυμι — και καταστρώνω (Α) βλ. καταστρώνω … Dictionary of Greek
постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… … Словарь церковнославянского языка
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
κατάστρωση — η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι] το στρώσιμο, η στρώση νεοελλ. μτφ. 1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία 2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη… … Dictionary of Greek
καταστρωτήρ — καταστρωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταστρώννυμι] επιγρ. πλάκα τού λιθόστρωτου τής οδού … Dictionary of Greek
καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… … Dictionary of Greek
ՏԱՊԱՍՏ 2 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի վերայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏԱՊԱՍՏ 3 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. (ՏԱՊԱՍՏ 2) Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)