-
1 καταστρώννυμι
καταστρώννυμι 1 aor. κατέστρωσα. Pass.: fut. 3 pl. καταστρωθήσονται Jdth 7:14; 1 aor. κατεστρώθην; pf. ptc. κατεστρωμένος (JosAs 2:3; 13:5) (s. στρώννυμι; Eur., Hdt. et al.; UPZ 77 II, 28 [II B.C.] al. pap; LXX) (primary mng. ‘spread out’)① lay low, kill (the primary mng. ‘spread out’ offers the imagery in this transf. use of κ. Hdt. 8, 53; 9, 76; X., Cyr. 3, 3, 64; Jdth 7:14; 14:4; 2 Macc 5:26 al.) of the Israelites killed in the desert (cp. Num 14:16) 1 Cor 10:5.② ἐὰν καταστρώσω εἰς τὰς ἀβύσσους, a quot. of Ps 138:8f which differs considerably fr. the LXX, seems to presuppose for κ. the primary mng. ‘spread out’ someth., and so make a bed (cp. Hierocles in Stob., Flor. 85, 21 κλίνην; PTor I, 8, 17 [116 B.C.] κονίαν ἐπὶ τοῦ δρόμου=sand on the racecourse) if I make my bed in the depths 1 Cl 28:3.—DELG s.v. στόρνυμι. M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καταστρώννυμι
-
2 καταστρώννυμι
+/καταστρωννύω[*]V 1-0-0-1-8=10 Nm 14,16; Jb 12,23; Jdt 7,14.25; 12,1to set a table, to prepare Jdt 12,1; to extend, to enlarge [τινα] Jb 12,23 *Nm 14,16 καὶ κατέστρωσεν αὐτούς and he spread them (in the wilderness)-טחםשׁוי for MT חטםשׁוי and he slayed them (in the wilderness)Cf. DORIVAL 1994 98.321; →MM -
3 καταστρώννυμι
κατα-στρώννῡμι, also [suff] κατα-ύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): [tense] fut. - στρώσω:—[voice] Pass., [tense] fut. -II spread over, cover,οἶκον.. ῥόδοις Ael.VH9.8
:—[voice] Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with.., D.S.14.114;σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26
.III lay low, , cf. X. Cyr.3.3.64:—[voice] Pass.,ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76
, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5.2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστρώννυμι
-
4 στρώννυμι/στρωννύω
+ V 0-0-3-4-2=9 Is 14,11; Ez 23,41; 28,7; Jb 17,13; Prv 7,16to spread [τι] Jdt 12,15; to spread a bed, to make up (a bed) [τι] Ez 23,41; id. [abs.] TobS 7,16;to lay low, to bring down [τι] Ez 28,7(→διαστρώννυμι/στρωννύω, καταστρώννυμι/στρωννύω, ὑποστρώννυμι/στρωννύω,,)
См. также в других словарях:
καταστρώννυμι — και καταστρώνω (Α) βλ. καταστρώνω … Dictionary of Greek
постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… … Словарь церковнославянского языка
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
κατάστρωση — η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι] το στρώσιμο, η στρώση νεοελλ. μτφ. 1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία 2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη… … Dictionary of Greek
καταστρωτήρ — καταστρωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταστρώννυμι] επιγρ. πλάκα τού λιθόστρωτου τής οδού … Dictionary of Greek
καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… … Dictionary of Greek
ՏԱՊԱՍՏ 2 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի վերայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏԱՊԱՍՏ 3 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. (ՏԱՊԱՍՏ 2) Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)