-
1 καταστρωννυμι
1) устилать(πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.)
2) убивать, умерщвлять(τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.)
; pass. погибать
См. также в других словарях:
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek