-
1 καταστροφή
καταστροφή, ῆς, ἡ (s. καταστρέφω; Aeschyl., Hdt. et al.; LXX; En 102:10; TestJob 33:4; Jos., Ant. 15, 287; 376)① condition of total destruction, with the implication that nothing is in its customary place or position, ruin, destruction gener. 1 Cl 57:4 (Pr 1:27). Of a city 7:7. καταστροφῇ κατακρίνειν condemn to destruction 2 Pt 2:6 (cp. Gen 19:29).② state of being intellectually upset to a ruinous degree, ruin ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων to the ruin of the hearers (the opp. would be edification) 2 Ti 2:14 (s. καταστρέφω 3).—DELG s.v. στρέφω. M-M. TW. -
2 καταστροφη
ἥ1) переворот2) поворот, начало развязки(αἱ καταστροφαὴ τῶν δραμάτων Polyb.)
3) развязка, исход, конец(τοῦ βίου, τῶν γεγονότων Polyb.)
4) смерть, гибель(τινός Thuc.)
5) истребление, разрушение6) покорение(τῶν πολίων Her.)
καταστροφέν ποιεῖσθαί τινος Her. — покорить кого-л. себе -
3 καταστροφή
καταστροφῆι, καταστροφεύςone who ruins: masc dat sg (epic ionic)καταστροφήoverturning: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 καταστροφῇ
καταστροφῆι, καταστροφεύςone who ruins: masc dat sg (epic ionic)καταστροφήoverturning: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 καταστροφή
καταστροφήoverturning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 καταστροφή
καταστροφ-ή, ἡ,2 subjugation, reduction, Hdt.1.6, 92, etc.;καταστροφὴν ποιήσασθαί τινος Id.6.27
;ἐπὶ Λιβύων καταστροφῇ πέμπεσθαι Id.4.167
;ἐπ' ἄλλων καταστροφῇ ἐξιέναι Th.1.15
: pl.,καταστροφαὶ ἐθνῶν Phld.Rh.1.255
S.II end, close, conclusion,ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή A.Supp. 442
; κ. βίου, i.e. death, S. OC 103, cf. Plb.5.54.4, etc.;κ. τοῦ ζῆν Men.Pk.12
: without βίου, Th.2.42, Epicur.Sent. 35; ποία κ. εὐδαιμονεστέρα; Arr.Epict.4.10.17; τὸ τέλος αὐτῶν τῆς κ. the event of their life's end, Plb.6.8.6;κ. καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων Id.3.1.9
;κ. λαμβάνειν Id.3.47.8
; τὴν κ. τῆς βίβλου ποιεῖσθαι εἰς .. Id.1.13.5; in the drama, dénouement, ending, Antiph.191.19, Hero Aut.22.6, Luc.Alex.60, al., Euanth. et Donat. in CGFpp.67,69 K.: pl.,αἱ κ. τῶν δραμάτων Plb.3.48.8
.IV crane, Stud.Pal.10.259.13 (pl., vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστροφή
-
7 καταστροφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστροφή
-
8 καταστροφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστροφή
-
9 καταστροφή
-ῆς + ἡ N 1 1-1-1-7-8=18 Gn 19,29; 2 Chr 22,7; Hos 8,7; Jb 8,19; 15,21overthrow, destruction Gn 19,29; end, conclusion DnLXX 7,28τοῦ βίου καταστροφή death 3 Mc 4,4 -
10 καταστροφή
η1) катастрофа; гибель; 2) разрушение, уничтожение; разгром; 3) разорение; 4) πλ. подрывные работы;εκτέλεση καταστροφών — ведение подрывных работ
-
11 καταστροφή
разрушение, истребление, расстройство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστροφή
-
12 καταστροφῇ
[на] ниспровержениениспровержениеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστροφῇ
-
13 καταστροφή
[катасгрофи] ουσ θ разрушение, катастрофа. -
14 καταστροφή
κατα-στροφή, ἡ, (1) das Umwenden, Zerstören. (2) Unterwerfung, Unterjochung. (3) die Wendung, der Ausgang, das Ende; der Tod; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt -
15 καταστροφή
1) calamité2) cataclysme3) catastrophe4) destruction -
16 καταστροφή
1) destrukcja (f) rzecz.2) katastrofa (f) rzecz.3) klęska (f) rzecz.4) nieszczęście (n) rzecz.5) ruina (f) rzecz.6) zagłada (f) rzecz.7) zniszczenie (n) rzecz. -
17 καταστροφή
1) destrukce2) kalamita3) katastrofa4) ničení5) pohroma6) zničení -
18 καταστροφή
1) destruction2) disasterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταστροφή
-
19 καταστροφαί
καταστροφήoverturning: fem nom /voc pl -
20 καταστροφήν
καταστροφήoverturning: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
καταστροφή — overturning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφή — η (AM καταστροφή) [καταστρέφω] παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωση νεοελλ. συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του») αρχ. 1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων» … Dictionary of Greek
καταστροφή — η 1. φθορά, αφανισμός, εξόντωση: Τεράστιες ήταν οι καταστροφές που προξένησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 2. δυστύχημα, συμφορά: Τι φοβερή καταστροφή να χάσει και τα δυο παιδιά της στον πόλεμο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστροφῇ — καταστροφῆι , καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφαῖς — καταστροφή overturning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφαί — καταστροφή overturning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφήν — καταστροφή overturning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… … Dictionary of Greek