-
1 καταστροφη
ἥ1) переворот2) поворот, начало развязки(αἱ καταστροφαὴ τῶν δραμάτων Polyb.)
3) развязка, исход, конец(τοῦ βίου, τῶν γεγονότων Polyb.)
4) смерть, гибель(τινός Thuc.)
5) истребление, разрушение6) покорение(τῶν πολίων Her.)
καταστροφέν ποιεῖσθαί τινος Her. — покорить кого-л. себе -
2 καταστροφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστροφή
-
3 καταστροφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστροφή
-
4 καταστροφή
η1) катастрофа; гибель; 2) разрушение, уничтожение; разгром; 3) разорение; 4) πλ. подрывные работы;εκτέλεση καταστροφών — ведение подрывных работ
-
5 καταστροφή
разрушение, истребление, расстройство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστροφή
-
6 καταστροφῇ
[на] ниспровержениениспровержениеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστροφῇ
-
7 καταστροφή
[катасгрофи] ουσ θ разрушение, катастрофа. -
8 λυπη
дор. λύπα (ῡ) ἥ1) скорбь, печаль, гореἄνευ δε λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. — куда ни повернуться, всюду горе
2) печальное положение(ἥ παρεοῦσα λ. Her.)
3) страдание, мука, больκάμνειν ἴσον λύπης ἐμοί Soph. — переносить такие же страдания, как я
-
9 προκαταστροφη
ἥ (sc. βίου) безвременная смерть(τοῦ τελευτήσαντος Epicur. ap. Diog.L.)
-
10 βέβαιος
η, ο [αία, ον]1) верный, несомненный, безусловный; неизбежный; определённый;βέβαιος κίνδυνος — явная опасность;
βέβαιος θάνατος — верная смерть;
η καταστροφή είναι βεβαία катастрофа неизбежна;2) верный, несомненный, достоверный;βέβαιες πληροφορίες — достоверные сведения;
τό πράμα είναι βέβαιο — это верно;
3) уверенный, убеждённый;απόλυτα βέβαιβέβαιος — абсолютно, совершенно уверен;
είμαι βέβαιος ότι.. — быть уверенным, что...;
είμαι βέβαιος γιά (περί)... — быть уверенным в...;
να είσθε βέβαιος — будьте уверены;
4) перен. прочный, устойчивый;βεβαία γνώμη твёрдое мнение -
11 εντελής
-
12 επικρέμαμαι
αμετ.1) висеть (над кем-чем-л.); 2) перен. нависать, угрожать;επικρέμαται κίνδυνος (καταστροφή) — нависла опасность (катастрофа) -
-
13 συντελώ
(ε) (αόρ. συνετέλεσα) 1. αμετ. вносить свой вклад; способствовать, содействовать;συντελώ στην πρόοδο — способствовать прогрессу;
2, μετ. уст. завершать, заканчивать, доводить до конца;1) — завершаться, заканчиваться;συντελοβμαι
συνετελέσθη το δυσκολώτερον τού έργου самая трудная часть работы завершена;η καταστροφή έχει συντελεσθεί ήδη — катастрофа уже произошла;
2) совершаться, происходить;συντελούνται σοβαρά γεγονότα — происходят серьёзные события
-
14 2692
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2692
См. также в других словарях:
καταστροφή — overturning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφή — η (AM καταστροφή) [καταστρέφω] παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωση νεοελλ. συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του») αρχ. 1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων» … Dictionary of Greek
καταστροφή — η 1. φθορά, αφανισμός, εξόντωση: Τεράστιες ήταν οι καταστροφές που προξένησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 2. δυστύχημα, συμφορά: Τι φοβερή καταστροφή να χάσει και τα δυο παιδιά της στον πόλεμο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστροφῇ — καταστροφῆι , καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφαῖς — καταστροφή overturning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφαί — καταστροφή overturning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφήν — καταστροφή overturning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… … Dictionary of Greek