Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταστρέφω

  • 1 καταστρέφω

    [катастрэфо] р. разрушать, губить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταστρέφω

  • 2 разрушать

    καταστρέφω, συντρίβω, γκρεμίζω
    -ся καταστρέφομαι, αποσαθρώνομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрушать

  • 3 портить

    портить χαλνώ, καταστρέφω· \портить здоровье καταστρέφω την υγεία μου \портиться χαλνώ· σαπίζω (гнить)
    * * *
    χαλνώ, καταστρέφω

    по́ртить здоро́вье — καταστρέφω την υγεία μου

    по́ртиться — χαλνώ; σαπίζω ( гнить)

    Русско-греческий словарь > портить

  • 4 разрушать

    разрушать
    несов
    1. καταστρέφω, γκρεμίζω, χαλώ, χαλνώ/ κατεδαφίζω (здание):
    \разрушать мост χαλ(ν)ώ (или γκρεμίζω) τή γέφυρα·
    2. перен καταστρέφω, ρημάζω, ἀφανίζω:
    \разрушать экономику καταστρέφω τήν οἰκονομία· \разрушать замыслы, планы χαλώ τά σχέδια κάποιου· \разрушать здоровье καταστρέφω τήν ὑγεία· \разрушать до основания прям., перен γκρεμίζω ὁλότελα, ρημάζω.

    Русско-новогреческий словарь > разрушать

  • 5 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 6 разорить

    -рго, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω, ερημώνω, ρημάζω, αφανίζω•

    воина -ла воюющих стран ο πόλεμος κατέστρεψε τις εμπόλεμες χώρες•

    в конец разорить καταστρέφω τελείως.

    2. εξαθλιώνω, καταστρέφω οικονομικά.
    καταστρέφομαι, ερημώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разорить

  • 7 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 8 губить

    Русско-греческий словарь > губить

  • 9 разрушить

    разрушить χαλνώ, καταστρέφω \разрушиться καταστρέφομαι
    * * *
    χαλνώ, καταστρέφω

    Русско-греческий словарь > разрушить

  • 10 уничтожать

    уничтожать, уничтожить καταστρέφω, εξοντώνω· εξαφανίζω, εκμηδενίζω (ликвидировать)
    * * *
    = уничтожить
    καταστρέφω, εξοντώνω; εξαφανίζω, εκμηδενίζω ( ликвидировать)

    Русско-греческий словарь > уничтожать

  • 11 вытравить

    вытравить
    сов, вытравлять несов
    1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):
    \вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·
    2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·
    3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·
    4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω.

    Русско-новогреческий словарь > вытравить

  • 12 надламывать

    надламывать
    несов
    1. σπάνω, σπάζω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζατ
    2. перен καταστρέφω, τσακίζω, σακατεύω:
    \надламывать здоровье καταστρέφω (или τσακίζω) τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > надламывать

  • 13 разбивать

    разбивать
    несов
    1. σπάνω, σπάζω, συντρίβω/ κομματιάζω (дробить):
    \разбивать вдребезги κάνω θρύψαλα, θρυμματίζω· \разбивать голову σπάζω τό κεφάλι·
    2. перен συντρίβω, τσακίζω, καταστρέφω:
    \разбивать чье-л. счастье καταστρέφω τήν εὐτυχία κάποιου· \разбивать надежды γκρεμίζω τίς ἐλπίδες·
    3. (побеждать) τσακίζω, κατατροπώνω:
    \разбивать на голову врага τσακίζω (или κατατροπώνω) τόν ἐχθρό·
    4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνατρέπω:
    \разбивать доводы противника ἀνατρέπω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου·
    5. (разделять) χωρίζω/ ἀναλύω (расчленять):
    \разбивать на слоги χωρίζω σέ συλλαβές·
    6. (лагерь и т. ἡ.) στήνω:
    \разбивать палатку στήνω σκηνή·
    7. (размечать, распланировывать) χαράζω, σχεδιάζω:
    \разбивать аллею χαράζω δενδροστοιχία[ν]· \разбивать по́ле на участки χωρίζω τό χωράφι σέ τμήματα· ◊ \разбивать в пух и прах κάνω σκόνη· быть разбитым параличом παθαίνω παράλυση.

    Русско-новогреческий словарь > разбивать

  • 14 растрачивать

    растра||чивать
    несов
    1. (незаконно расходовать) καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση·
    2. (расходовать) ξοδεύω/ (κατα)σπαταλῶ, ἀνεμοσκορπίζω (проматывать) / перен καταστρέφω, χαλνώ ἄσκοπα:
    \растрачиватьчивать свое здоровье καταστρέφω (или φθείρω) τήν ὑγεία μου.

    Русско-новогреческий словарь > растрачивать

  • 15 загубить

    -гублю, -губишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ•

    -жизнь καταστρέφω τη ζωή•

    зря человека -ли άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο•

    он -ил свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του.

    2. (απλ.) σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > загубить

  • 16 извести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•

    извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.

    2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•

    извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•

    этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•

    извести леса καταστρέφω τα δάση.

    Большой русско-греческий словарь > извести

  • 17 развеять

    -вею, -веешь
    ρ.σ.μ.
    (για άνεμο, φύσημα).
    1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•

    ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•

    ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•

    развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    2. ανεμίζω•

    ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.

    1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).
    2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.
    3. ανεμίζω•

    волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.

    Большой русско-греческий словарь > развеять

  • 18 разгромить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгромленный, βρ: -лен, -а, -о κ. разгромленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (κατα)συντρίβω, τσακίζω, νικώ κατά κράτος• πατάσσω.
    2. καταστρέφω• ερειπώνω• ερημώνω•

    -город καταστρέφω την πόλη•

    разгромить страну ερημώνω τη χώρα.

    Большой русско-греческий словарь > разгромить

  • 19 сокрушать

    ρ.δ.μ.
    1. γκρεμίζω, συντρίβω,καταστρέφω•

    сокрушать вражеские укрепления καταστρέφω τα εχθρικά οχυρά.

    || μτφ. εξουθενώνω• εξευτελίζω.
    2. μτφ. γκρεμίζω• συντρίβω ψυχικά.
    1. καταστρέφομαι.
    2. μτφ. συντρίβομαι ψυχικά• θλίβομαι• πικραίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сокрушать

  • 20 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

См. также в других словарях:

  • καταστρέφω — turn down pres subj act 1st sg καταστρέφω turn down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέφω — καταστρέφω, κατέστρεψα (σπάν. κατάστρεψα) βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστρέφετε — καταστρέφω turn down pres imperat act 2nd pl καταστρέφω turn down pres ind act 2nd pl καταστρέφω turn down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέφῃ — καταστρέφω turn down pres subj mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres ind mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψει — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg (epic) καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg καταστρέφω turn down fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψουσι — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψουσιν — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψω — καταστρέφω turn down aor subj act 1st sg καταστρέφω turn down fut ind act 1st sg καταστρέφω turn down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψῃ — καταστρέφω turn down aor subj mid 2nd sg καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»