-
1 разрушиться
-
2 гибнуть
-
3 погибать
-
4 вымерзать
1. (погибать от морозов) παγώνω/καταστρέφομαι από τον κρύο/ψύχος ή από τον πάγο 2. (промерзать насквозь) παγώνω, ψύχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вымерзать
-
5 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
6 разрушать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрушать
-
7 разорить
-
8 разориться
ρημάζομαι, καταστρέφομαι -
9 разрушить
-
10 валиться
валитьсянесов1. (падать) πέφτω, πίπτω, γκρεμίζομαι:\валиться с ног от усталости δέ στέκομαι στά πόδια μου (ἀπ; τήν κούραση);2. (разрушаться) σωριάζομαι χάμου, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι; ◊ у него все из рук валится разг а) (от неловкости) εἶναι ἀδέξιος, δέν καταφέρνει τίποτε, б) (от нежелания) δέν ἔχει δρεξη γιά τίποτε. -
11 вымерзать
вымерзатьнесов, вымерзнуть сов ξεπαγιάζω, παγώνω, πεθαίνω ἀπό τό κρύο, καταστρέφομαι ἀπ' τήν παγωνιά. -
12 гибнуть
гибнутьнесоз. χάνομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι. -
13 дотла
дотланареч ὁλότελα, ἐντελῶς:сжигать \дотла καίω ὁλότελα, ἀποτεφρώνω· сгорать \дотла γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι· разориться \дотла καταστρέφομαι ὁλοκληρωτικά. -
14 истрепаться
истрепать||сяразг1. παλιώνω (άμετ.), παλαιώνω (άμετ.) / λυώνω (άμετ.), φθείρομαι, τρίβομαι (об одежде)·2. перен καταστρέφομαι / ξεχαρβαλώνομαι (о здоровье). -
15 обгорать
обгоратьнесов, обгореть сов καίγομαι, καταστρέφομαι ἀπό πυρκαΐά. -
16 погнбать
погнба||тьнесов χάνομαι, καταστρέφομαι, σκοτώνομαι:цветы \погнбатьют от холода τά λουλούδια καταστρέφονται ἀπό τό κρύο. -
17 погореть
погоре||тьсов1. (сгореть) разг γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι / πυρπολοῦ-μαι, καίγομαι (о лесе):деревня \погоретьла τό χωριό ἀποτεφρώθηκε·2. (о людях) разг καταστρέφομαι, μπαίνω μέσα·3. (некоторое время) καίγω λίγη ὠρα, ἀνάβω γιά λίγο. -
18 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
19 проматываться
проматывать||сяразг καταστρέφομαι ἀπό τήν σπατάλη. -
20 разоряться
разорять||сяκαταστρέφομαι, ἀφανίζομαι.
См. также в других словарях:
καταστρέφομαι — καταστρέφομαι, καταστράφηκα, κατεστραμμένος (σπάν. καταστραμμένος) βλ. πίν. 210 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταστρέφομαι — καταστρέφω turn down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοχαντακώνομαι — καταστρέφομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν καταστρέφω, οδηγούμαι και οδηγώ στον όλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + χαντακώνω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
βυθίζω — (AM βυθίζω) [βυθός] Ι. 1. ρίχνω στον βυθό, καταποντίζω κάτι ή κάποιον 2. καταστρέφω 3. καταστρέφομαι νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μέσα σε νερό ή άλλο υγρό, καταδύω 2. μπήγω, χώνω βαθιά κάτι αιχμηρό (μαχαίρι, καρφί, νύχια) σε άλλο σώμα 3. φρ … Dictionary of Greek
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
περιφθείρομαι — ΜΑ περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους αρχ. 1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως 2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθείρομαι «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
προαπόλλυμι — και πιθ. προαπολλύω Α 1. καταστρέφω, αφανίζω προηγουμένως («αἱ στάσεις προαπώλεσαν [τὴν πόλιν]», Αππ.) 2. παθ. προαπόλλυμαι καταστρέφομαι εκ τών προτέρων ή καταστρέφομαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek