-
1 κατασταλτικοίς
-
2 κατασταλτικοῖς
См. также в других словарях:
κατασταλτικοῖς — κατασταλτικός fitted for checking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατασταλτικοίς
2 κατασταλτικοῖς
κατασταλτικοῖς — κατασταλτικός fitted for checking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)