-
1 κατασπιλάζω
κατασπῐλ-άζω, ( σπιλάς B)A spot, stain, Hsch.2 = κατακρύπτω, Anon. ap. EM495.42.II ( σπιλάς C) swoop down upon, as a sudden storm, Ph.Fr.28 H., Suid. s.v. κατεσπίλασεν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπιλάζω
-
2 κατασπιλάζω
κατα-σπιλάζω, beflecken. Unvermutet überfallen -
3 κατασπιλάζοντα
κατασπιλάζωspot: pres part act neut nom /voc /acc plκατασπιλάζωspot: pres part act masc acc sg -
4 κατασπιλάζοντες
κατασπιλάζωspot: pres part act masc nom /voc pl -
5 κατασπιλάζοντος
κατασπιλάζωspot: pres part act masc /neut gen sg -
6 κατασπιλάζων
κατασπιλάζωspot: pres part act masc nom sg -
7 κατασπιλάσαντος
κατασπιλάζωspot: aor part act masc /neut gen sg -
8 κατασπιλών
κατασπιλάζωspot: fut part act masc voc sgκατασπιλάζωspot: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασπιλάζωspot: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
9 κατασπιλῶν
κατασπιλάζωspot: fut part act masc voc sgκατασπιλάζωspot: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασπιλάζωspot: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
10 κατασπιλώσας
κατασπιλώσᾱς, κατασπιλάζωspot: fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic)κατασπιλώσᾱς, κατασπιλάζωspot: fut part act fem gen sg (doric) -
11 κατασπιλώσαι
-
12 κατασπιλῶσαι
-
13 σπιλάς
A rock over which the sea dashes (opp. ὕφαλοι πέτραι in AP11.390 (Lucill.)), ; (v. πάγος);ἐφ' ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι S.Fr. 371
(lyr.); πλαγκταὶ ς. A.R.4.932;σ. εἰν ἁλὶ πέτρη Id.3.1294
; ῥεῖθρον ἀπὸ ς. Theoc.Ep.4.6: generally, slab, S.Tr. 678; ὧδ' ὑπὸ τὸ σπιλάδος μέλαθρον, i.e. under this tombstone, Sammelb.6160 ([place name] Egypt); hollow rock, cave, Simon.(?) 179.------------------------------------A spot,κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν Orph.L. 620
:—in Ep.Jud.12, σπιλάς spot is prob. in view of 2 Ep.Pet.2.13; cf. also σπιλάς (c).------------------------------------A storm, squall, Plu.2.476a; ἐκραγείσης ὥσπερ ἐν εὐδίᾳ σπιλάδος ib.101b; , cf. AP7.382.4 (Phil.): cf.κατασπιλάζω 11
.
См. также в других словарях:
κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] … Dictionary of Greek
κατασπιλῶν — κατασπιλάζω spot fut part act masc voc sg κατασπιλάζω spot fut part act neut nom/voc/acc sg κατασπιλάζω spot fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλάζοντα — κατασπιλάζω spot pres part act neut nom/voc/acc pl κατασπιλάζω spot pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλάζοντες — κατασπιλάζω spot pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλάζοντος — κατασπιλάζω spot pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλάζων — κατασπιλάζω spot pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλάσαντος — κατασπιλάζω spot aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλῶσαι — κατασπιλάζω spot fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπιλώσας — κατασπιλώσᾱς , κατασπιλάζω spot fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κατασπιλώσᾱς , κατασπιλάζω spot fut part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)