-
1 καταπιστωσις
- εως ἥ порука, ручательствоτὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. — ручаться, давать клятву
-
2 καταπίστωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίστωσις
-
3 καταπίστωσις
κατα-πίστωσις, ἡ, Verbürgung, Versicherung -
4 καταπιστώσεις
καταπίστωσιςassurance: fem nom /voc pl (attic epic)καταπίστωσιςassurance: fem nom /acc pl (attic) -
5 καταπίστωσιν
καταπίστωσιςassurance: fem acc sg -
6 καταπιστώσεως
καταπιστώσεω̆ς, καταπίστωσιςassurance: fem gen sg (attic)
См. также в других словарях:
καταπίστωσις — καταπίστωσις, ἡ (Α) [καταπιστοῡμαι] διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως … Dictionary of Greek
καταπιστώσεις — καταπίστωσις assurance fem nom/voc pl (attic epic) καταπίστωσις assurance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίστωσιν — καταπίστωσις assurance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιστώσεως — καταπιστώσεω̆ς , καταπίστωσις assurance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)