Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
καταπίστωσις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
καταπίστωσις — καταπίστωσις, ἡ (Α) [καταπιστοῡμαι] διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως … Dictionary of Greek
καταπιστώσεις — καταπίστωσις assurance fem nom/voc pl (attic epic) καταπίστωσις assurance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίστωσιν — καταπίστωσις assurance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιστώσεως — καταπιστώσεω̆ς , καταπίστωσις assurance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)