-
1 καταπιστωσις
- εως ἥ порука, ручательствоτὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. — ручаться, давать клятву
См. также в других словарях:
καταπίστωσις — καταπίστωσις, ἡ (Α) [καταπιστοῡμαι] διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως … Dictionary of Greek
καταπιστώσεις — καταπίστωσις assurance fem nom/voc pl (attic epic) καταπίστωσις assurance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίστωσιν — καταπίστωσις assurance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιστώσεως — καταπιστώσεω̆ς , καταπίστωσις assurance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)