-
1 καταπτητην
-
2 καταπτήτην
καταπέτομαιfly down: aor ind act 3rd dual (homeric ionic) -
3 καταπτήσσω
Aκαταπτήτην Il.8.136
: poet. [tense] aor. part.καταπτᾰκών A.Eu. 252
(cf. καταπλακών): [tense] pf. (v.l. -έπτηχε), Did.in D.11.25, Them.Or.24.309b, orκατέπτηχα D.4.8
, Plu.Per.25, Gal.5.510; [dialect] Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear,καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136
;καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191
;κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190
;λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc. 265
: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50;ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27
;διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7
.2 c. acc., cower beneath,ἐξουσίαν D.H.11.18
;τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677
, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπτήσσω
-
4 πτήσσω
Aπτήξω AP 12.141
codd. (Mel.): [tense] aor. , etc., [dialect] Dor.ἔπταξα Pi.P. 4.57
, [dialect] Ep.πτῆξα Il.14.40
: [tense] aor. 2 ἔπτᾰκον in compd.καταπτακών A.Eu. 252
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualκαταπτήτην Il.8.136
: [tense] pf.ἔπτηχα Isoc.5.58
, ([etym.] κατ-) Lycurg.40, D.4.8; later ἔπτηκα ([etym.] κατ-) Them.Or.24.309b; [dialect] Ep.part. πεπτηώς, ῶτος (v.infr.11.2).I Causal, scare, alarm,πτῆξε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν Il.14.40
;ἐχθροὺς πτῆξαι Thgn.1015
.II intr., crouch or cower for fear, of animals, (anap.);πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 209
; [πῶλος] π. αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
, cf. Ar.Av. 777; of human beings,ἔπταξαν ἀκίνητοι σιωπᾷ Pi.P.4.57
; ὑπὸ φόβῳ π. E.Ba. 1035 (lyr.);πτῆξαι ταπεινήν Id.Andr. 165
;π. θυμόν S.OC 1466
(lyr.); κακῶς πάσχων π. Pl.Smp. 184b;δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα.. πτῆξαι X.Cyr.3.1.26
; ἐκποδὼν π. Ar.Th.36: with Preps.,π. ἐν μυχοῖς πέτρας E.Cyc. 408
;εἰς ἕνα χῶρον Ar.Lys. 770
; πόλις πρὸς πόλιν π. E.Supp. 269;βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ' ὕπο Id.HF 974
: c. acc. loci, βωμὸν π. Id. Ion 1280.3 c. acc. rei, crouch for fear of.., (anap.);φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτούς X.Cyr.3.3.18
;ταῖς διανοίαις μὴ πτήξαντες τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον Lycurg.49
;δόρυ Lyc.280
, IG14.1296: abs.,ὁ λέων.. ὁρώμενος.. οὐδέποτε φεύγει οὐδὲ πτήσσει Arist. HA 629b13
. -
5 καταπτήσσω
κατα - πτήσσω, aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταπτήσσω
См. также в других словарях:
καταπτήτην — καταπέτομαι fly down aor ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)