Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καταπλέω

См. также в других словарях:

  • κατάπλεω — κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέω — καταπλέω, κατέπλευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατάπλεῳ — κατάπλεῳ̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… …   Dictionary of Greek

  • καταπλέω — κατέπλευσα και κατάπλευσα, πλέω προς το λιμάνι, προσορμίζομαι: Κατέπλευσαν στο λιμάνι δύο αμερικάνικα υποβρύχια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπλεύσει — καταπλέω aor subj act 3rd sg (epic) καταπλέω fut ind act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλεύσουσιν — καταπλέω aor subj act 3rd pl (epic) καταπλέω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπλέω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλεύσῃ — καταπλέω aor subj mid 2nd sg καταπλέω aor subj act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεων — κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem acc sg κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεως — κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full adverbial κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom pl κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπλευκότα — καταπλέω perf part act neut nom/voc/acc pl καταπλέω perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»