-
1 καταπλεω
ион. καταπλώω (fut. καταπλεύσομαι)1) приплывать, прибывать (на корабле), причаливать(ἔνθα Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὴ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου Ἀθήναζε, εἰς τέν γῆν Xen.; εἰς τέν χώραν NT.; νεωστὴ καταπεπλευκώς Plat.)
2) плыть вниз по течению(ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.)
3) возвращаться (морем), плыть обратно(ἐς τέν Φώκαιαν Her.)
-
2 καταπλέω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταπλέω
-
3 καταπλέω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταπλέω
-
4 καταπλέω
(αόρ. κατέπλευσα) αμετ. прибывать (по морю), приплывать; причаливать, пришвартовываться -
5 καταπλέω
приплывать, причаливать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταπλέω
-
6 καταπλωω
-
7 επικαταπλεω
( о кораблях) (вслед за кем-л.) отплывать, устремляться(καταπλεύσαντος τοῦ στόλου …, ἐπικατέπλευσε τριήρης ἔχουσα πρεσβευτάς Diod.)
-
8 προκαταπλεω
-
9 2668
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2668
См. также в других словарях:
κατάπλεω — κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλέω — καταπλέω, κατέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατάπλεῳ — κατάπλεῳ̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek
καταπλέω — κατέπλευσα και κατάπλευσα, πλέω προς το λιμάνι, προσορμίζομαι: Κατέπλευσαν στο λιμάνι δύο αμερικάνικα υποβρύχια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλεύσει — καταπλέω aor subj act 3rd sg (epic) καταπλέω fut ind act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλεύσουσιν — καταπλέω aor subj act 3rd pl (epic) καταπλέω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπλέω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλεύσῃ — καταπλέω aor subj mid 2nd sg καταπλέω aor subj act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλεων — κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem acc sg κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλεως — κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full adverbial κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom pl κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπλευκότα — καταπλέω perf part act neut nom/voc/acc pl καταπλέω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)