-
1 κατα-πλώω
κατα-πλώω, ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
-
2 καταπλώω
κατα-πλώω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab
См. также в других словарях:
πλώσσειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθείρεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αν δεν είναι παρεφθαρμένος συνδέεται πιθ. με το ρ. πλώω] … Dictionary of Greek
ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek