-
1 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
2 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
3 потребление
потребление с η κατανάλωση· товары народного \потреблениея τα εμπορεύματα λαϊκής κατανάλωσης* * *сη κατανάλωσηтова́ры наро́дного потребле́ния — τα εμπορεύματα λαϊκής κατανάλωσης
-
4 рынок
рынок м η αγορά, το παζάρι; \рынок сбыта η αγορά κατανάλωσης* * *мη αγορά, το παζάριры́нок сбы́та — η αγορά κατανάλωσης
-
5 сбыт
сбыт м η κατανάλωση; рынок \сбыта η αγορά κατανάλωσης* * *мη κατανάλωσηры́нок сбыта — η αγορά κατανάλωσης
-
6 товар
товар м το εμπόρευμα; \товары народного потребления τα είδη λαϊκής κατανάλωσης* * *мτο εμπόρευμαтова́ры наро́дного потребле́ния — τα είδη λαϊκής κατανάλωσης
-
7 акциз
эк. о έμμεσος φόρος (επί των καταναλωτικών προϊόντων), ο φόρος επί της κατανάλωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акциз
-
8 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
9 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
10 диафрагма
1. мед. το διάφραγμα 2. (φο-тографическая) το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής 3. (измерительная) η διάτρητη πλάκα μέτρησης (της ροής, κατανάλωσης κ.λπ.) 4. (плотины) το τείχωμα εξουδετέρωσης φιλτραρίσματος (εσωτερικώς του φράγματος) 5. (элемент конструкции) η πλάκα ή πλέγμα (ενίσχυσης) б.(регулирующая) гидр. η διάτρητη πλάκα ρύθμισης της ροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диафрагма
-
11 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
12 норма
1. (установленные мера, количество, число и т.п.) το όρ/ιοη νόρμα (ξεν)выше - ы πάνω από το -, ниже - ы κάτω από το -техническая - τεχνικοί - οι (πλ.)2. (общепринятый порядок) ο κανόν/αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > норма
-
13 потребитель
1. (юридическое или физическое лицо) о χρήστης, ο καταναλωτής 2. (оборудование, система) το φορτίο, ο εξοπλισμός κατανάλωσηςтехнологический - τεχνολογικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потребитель
-
14 предмет
1. (научная дисциплина) η επιστήμη, το μάθημα 2. (тема) το θέμα, το ζήτημα 3. (вещь) το αντικείμεν/ο, το είδος, το πράγμαупакованные - ы συσκευασμέναπροϊόντα/είδηхрупкие - ы εύθραυστα-α/είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предмет
-
15 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
16 регулирование
η ρύθμιση, ο διακανονισμόςο έλεγχος, η τακτοποίηση- автоматическое - αυτόματη -дистанциюонное - εξ αποστάσεως, η τηλερύθμιση>ς του φορτίουшибернсюе - ο έλεγχος διά δικλείδος/διαφράγματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулирование
-
17 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
18 фонд
1. (денежные средства) το κεφάλαιοτο ταμείο- накопления - συσσώρευσης, αποθεματικό -2. (запасы) το απόθεμα, τα αποθέματα (πλ.) 3. -ы (процентные, ценные бумаги) τα ομόλογαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонд
-
19 цистерна
η δεξαμενή· балластная мор. - έρματοςбортовая мор. - πλευρική -дифферентная мор. - ζυγοστάθμησηςмасляная - ελαίου/λαδιούмеждудонная мор. - διπυθμένωνнефтяная ж.-д. - πετρελαίουрасходная мор. - ημερήσιας κατανάλωσηςтопливная мор. - καυσίμωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цистерна
-
20 потребление
потреблени||ес ἡ κατανάλωση [-ις], ἡ χρήση [-ις]:предметы широкого \потреблениея εἰδη πλατειᾶς κατανάλωσης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταναλώσῃς — κατανᾱλώσῃς , καταναλίσκω use up aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… … Dictionary of Greek
επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek