Перевод: с русского на английский

с английского на русский

κατανάλωσης

  • 1 consumer price index

    = cost-of-living index; consumption price index; CPI
    French\ \ indice des prix à la consommation; indice des prix pour la consommation; indice du coût de la vie; taux du coût de la vie; indice du coût de la vie
    German\ \ Preisindex für die Lebenshaltung
    Dutch\ \ prijsindex van de gezinsconsumptie; consumentenprijsindexcijfer
    Italian\ \ indice dei prezzi del consumatore
    Spanish\ \ índice de precios del consumidor; índice de precios al consumo; índice de precios al consumidor; índice del costo de vida; I.P.C.
    Catalan\ \ índex de preus al consum; índex del cost de la vida
    Portuguese\ \ índice de preços no consumidor; índice do custo de vida; CPI
    Romanian\ \ indicele preţului de consum; indicele costului vieţii; indicele preţului de consum; IPC
    Danish\ \ forbrugerprisindekset; cost-of-levende indeks forbrug prisindeks
    Norwegian\ \ konsumprisindeks
    Swedish\ \ konsumentprisindex
    Greek\ \ δείκτης τιμών καταναλωτή; δείκτης κόστους ζωής; δείκτης τιμών κατανάλωσης
    Finnish\ \ kuluttajahintaindeksi; elinkustannusindeksi
    Hungarian\ \ fogyasztói árindex
    Turkish\ \ tüketici fiyat indeksi; geçim indeksi; tüketici fiyat indeksi veya endeksi; CPI veya TÜFE
    Estonian\ \ tarbijahinnaindeks
    Lithuanian\ \ vartotojo kainų indeksas; vartotojo pragyvenimo indeksas; vartotojimo kainų indeksas
    Slovenian\ \ indeks cen življenjskih potrebščin; stroškovno-of-indeks življenjskih; ljudi indeks rasti cen
    Polish\ \ indeks cen artykułów konsumpcyjnych; wskaźnik kosztów utrzymania
    Russian\ \ индекс потребительских цен (сокр. ИПЦ); показатель уровня жизни; индекс цен потребления; индексы потребительских цен
    Ukrainian\ \ індекс споживчих цін
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ vísitala neysluverðs; kostnaður-á-lifandi vísitölu; neyslu verðs vísitölu; neysluverðs
    Euskara\ \ kontsumoko prezioen indize; bizi-kostuaren indize; bizimoduaren indize; KPI
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ شاخص بهاي مصرف‌کننده
    Arabic\ \ رقم قياسي لاسعار المستهلكين ؛ رقم قياسي لكلفة المعيشة ؛ رقم قياسي لسعر الاستهلاك
    Afrikaans\ \ verbruikersprysindeks
    Chinese\ \ 消 费 者 物 价 指 数
    Korean\ \ 소비자물가지수

    Statistical terms > consumer price index

См. также в других словарях:

  • καταναλώσῃς — κατανᾱλώσῃς , καταναλίσκω use up aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»