-
1 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
2 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
3 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
4 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
5 прейскурант
ο τιμοκατάλογ/ος· *вклю-чать в - περιλαμβάνω στον - осоставить - φτιάχνω/συντάσσω τον - ο- с ценами СИФ - με τιμές C.I.F (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прейскурант
-
6 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
7 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
8 СИФ
(вид договора) είδος συμφωνίας «κόστος, ασφάλεια, ναύλος», CIFτο σίφ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > СИФ
-
9 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
10 фрахт
фрахтм1. (груз на судне) τό φορ-τίο[ν] πλοίου·2. (плата) ὁ ναῦλος, τό ναῦλο[ν].
См. также в других словарях:
ναύλος — ναύλος, ο και ναύλο, το 1. το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων, αντικειμένων. 2. στον πληθ., ναύλοι, οι και ναύλα, τα το αντίτιμο για τις μεταφορές στην ξηρά. Πήρε και ψιλά για τα ναύλα του λεωφορείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦλος — passage money masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
ημίναυλον — ἡμίναυλον, το (Α) πάπ. μισός ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ναύλος] … Dictionary of Greek
ναύλλον — ναῡλλον, τὸ, καὶ ναῡλλος, ὁ (Α) ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό τού λ για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)] … Dictionary of Greek
τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ … Dictionary of Greek
ναῦλον — neut nom/voc/acc sg ναῦλος passage money masc acc sg ναῦλος passage money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλοις — ναῦλον neut dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money masc dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλου — ναῦλον neut gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money masc gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money neut gen sg ναυλόω let one s ship for hire pres imperat act 2nd sg ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλων — ναῦλον neut gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money masc gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money neut gen pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλῳ — ναῦλον neut dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money masc dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)