Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταλοβεύς

См. также в других словарях:

  • καταλοβεύς — καταλοβεύς, ὁ (Α) γείσο, επιστέγασμα με κλίση προς τα κάτω, τοποθετημένο πάνω από το υπέρθυρο ή τον ορθοστάτη οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοβ εύς (< λοβός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»