-
1 κατα-κλίνω
κατα-κλίνω (s. κλίνω), niederlegen, -lehnen, -biegen; δόρυ ἐπὶ γαίῃ Od. 10, 165; sich hinlegen lassen, τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. 1, 126; Plat. Rep. II, 363 c; Xen. Cyr. 6, 4, 11 u. Sp.; von Kranken, die man zur Heilung in Tempel des Asklepios u. anderer Götter legte, um sie durch magischen Tempelschlaf heilen zu lassen, κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ κράτιστόν ἐστι Ar. Plut. 411, vgl. 661; übh. hinlegen, zum Schlaf, παιδίον Lys. 18; aber κατακλίνει τὸ παιδίον ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ ist = auf den Thron setzen, Plut. Lyc. 3. – Med. mit aor. I. u. II. u. fut. II. pass., sich niederlegen zu Tische, Ar. Vesp. 1208 ff., κατακλινείς u. κατακλιϑῆναι, σὺ δ' οὐ κατακλινεῖ, zu Bett, sich hinlegen, Lys. 910, κατακλίϑητι u. κατεκλίνης, 904. 906, ἐπὶ ταῖς κοίταις Vesp. 1040, κατακλινήσομαι Equ. 98, wie Plat. Conv. 222 e; κατακλίνεται παρ' αὐτῷ 203 c; παρά τινα, neben Einem, am Tische, 175 a; κατεκλίϑη ὕπτιος Phaed. 117 e; κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων Rep. II, 372 b, wie Xen. Cyr. 5, 2, 15; – von Kranken, κατεκλίϑη Andoc. 1, 125; – κατακλίνεσϑαι εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Arist. H. A. 2, 1. – Von der untergehenden Sonne, Poll. 4, 157; – abwärts gehen, sich senken, νάπη κατακέκλιται Ap. Rh. 2, 734. – Aor. med. bei Plut. sept. sap. conv. 4.
-
2 εὐ-σχήμων
εὐ-σχήμων, ον, von guter Gestalt, guter Haltung, gutem Aeußern, anständig, dem ἀσχήμων entgeggstzt, Plat. Legg. VII, 797 b; καὶ καλός Rep. III, 401 c; τὰ εὐσχ. καὶ νόμιμα Phaedr. 252 a; ἵνα οἱ λόγοι εὐσχημονέστεροι ὑμῖν φαίνωνται Prot. 338 a; vgl. Eur. Hipp. 490; λέγειν εὐσχήμονα Arist. Eth. 4, 14, wo der gute äußere Schein bes. hervorgehoben wird; s. auch Dem. 60, 9; ἀπόκρισις Plat. Ep. VII, 329 a; εἴς τινα, Eur. Med. 584; Pol. u. a. Sp. oft. – Adv. εὐσχημόνως, anständig, κατακλίνειν Ar. Vesp. 1210; καὶ καλῶς οἰνοχοεῖν Xen. Cyr. 1, 3, 8; φέρειν τὰς τύχας Arist. Eth. 1, 11, mit Anstand.
См. также в других словарях:
κατακλινεῖν — κατακλῐνεῖν , κατακλίνω lay down fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνειν — κατακλί̱νειν , κατακλίνω lay down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek
ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… … Dictionary of Greek