-
1 κλισια
эп.-ион. κλῐσίη ἥ1) хижина, шалаш(κ. κατηρεφής Hom.)
2) воен. шатер, палатка, деревянный барак(Πηληϊάδεω Hom.)
3) стул(κλισίην θεῖναί τινι Hom.)
4) застольное ложе5) ряд застольных лож6) брачное ложе(κ. λέκτρων Eur.)
7) возлежание Plut.
См. также в других словарях:
κατακλινεῖν — κατακλῐνεῖν , κατακλίνω lay down fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνειν — κατακλί̱νειν , κατακλίνω lay down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek
ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… … Dictionary of Greek