-
1 Κατακεκαυμένη
Κατακεκαυμένηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Κατακεκαυμένηfem dat sg (attic epic ionic) -
2 Κατακεκαυμένη
Κατακεκαυμένη, ἡ,A v. κατακαίω:—hence [full] κατακεκαυμενίτης οἶνος, wine from that district, Str.13.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κατακεκαυμένη
-
3 Κατακεκαυμένῃ
Βλ. λ. Κατακεκαυμένη -
4 κατακεκαυμένη
κατακαίωburn completely: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κατακαίωburn completely: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
5 κατακεκαυμένῃ
Βλ. λ. κατακεκαυμένη -
6 Κατακεκαυμένην
Κατακεκαυμένηfem acc sg (attic epic ionic) -
7 Κατακεκαυμένης
Κατακεκαυμένηfem gen sg (attic epic ionic) -
8 Κατακεκαυμένα
Κατακεκαυμένᾱ, Κατακεκαυμένηfem nom /voc /acc dualΚατακεκαυμένᾱ, Κατακεκαυμένηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 Κατακεκαυμένας
Κατακεκαυμένᾱς, Κατακεκαυμένηfem acc plΚατακεκαυμένᾱς, Κατακεκαυμένηfem gen sg (doric aeolic) -
10 κατακαίω
Aκατακαιέμεν Il.7.408
: [tense] fut. : [tense] aor.κατέκαυσα Th.7.25
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κατέκηε Il.6.418
; [ per.] 1pl. subj. κατακήομεν (v.l. -κείομεν) Il.7.333; inf.κατακῆαι Od.11.46
, κακκῆαι ib.74 (v.l. -κεῖαι): [tense] pf.- κέκαυκα X.HG6.5.37
, Phld. Acad.Ind.p.69M.:—[voice] Pass., [tense] fut.- καυθήσομαι Ar.Nu. 1505
,- καήσομαι 1 Ep.Cor.3.15
: [tense] aor. κατεκαύθην (the [dialect] Att. form) Hdt.4.69, 6.101,κατεκάην Id.1.51
, 2.107; [dialect] Lacon. inf.- καῆμεν Plu.Lyc.20
; - εκαύσθην Chron.Lind.D.41: [tense] pf.- κέκαυμαι And.1.108
:— burn completely, in Hom. of sacrifices and dead bodies,κατακήομεν αὐτούς Il.7.333
;μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι 6.418
; κ. τοὺς μάντιας burn them alive, Hdt. 4.69;ζῶντα κατακαυθῆναι Id.1.86
, cf. 2.107; of cities and houses, etc.,κατὰ μὲν ἔκαυσαν.. πόλιν Id.8.33
;κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός Id.1.50
; [ οἰκίη]κατεκάη Id.4.79
;κατακαυθέντων ἱρῶν Id.6.101
;τείχη -κεκαυμένα And.
l.c.; γῆ κατακεκαυμένη burnt earth, Arist. Mete. 358a14; Κατακεκαυμένη, name of the upper valley of the Hermus, in Lydia, Str.13.4.11, cf. κατακεκαυμενίτης; of the fingers, to be burnt with hot food, Porph.Abst.4.15; alsoκ. τὴν κοιλίαν PMagd.33.4
(iii B.C.).2 of hot winds, parch,τὰ ἐκ τῆς γῆς PHib.1.27.73
(iii B.C.), al.3 metaph.,ὁ ἔρως ἐμέ.. κατακέκαυκεν Lyr.Alex.Adesp.8
(c):—[voice] Pass.,τὰ στόματα -κάεται ἐπὶ τέχνην Anaxandr. 33.6
;- καίομαι καταλελειμμένη Lyr.Alex.Adesp.1.24
.II [voice] Pass., of fire, κατὰ πῦρ ἐκάη had burnt down, burnt out, Il.9.212.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαίω
-
11 κατακαιω
атт. κατακάω (ᾱω)(fut. κατακαύσω, aor. κατέκαυσα - эп. κατέκηα, pf. κατακέκαυκα, эп. 1 л. pl. conjct. κατακήομεν (= κατακήωμεν), inf. κατακαιέμεν, эп. inf. aor. κατακῆαι и κακκῆαι; pass.: fut. κατακαυθήσομαι, aor. 1 κατεκαύθην, aor. 2 κατεκάην)
1) сжигать, предавать сожжению(τινὰ σὺν ἔντεσι Hom.; σάρκα καἰ ὀστοῦν Arst.; τὸ ἄχυρον NT.)
2) уничтожать пожаром, предавать огню(πόλιν Her.)
; pass. сгорать(ἥ οἰκίη κατεκάη Her.)
γῆ κατακεκαυμένη Arst. — выжженная земля3) горетьκατὰ πῦρ ἐκάη Hom. — огонь догорел
-
12 Κατακεκαυμέναι
Κατακεκαυμένᾱͅ, Κατακεκαυμένηfem dat sg (doric aeolic) -
13 σκολοπώνυμον
σκολοπώνυμον· τὸν στ<αυ>ρώσιμον, Hsch. [full] σκολοφρή· κατακεκαυμένη, Id. [full] σκόλοφρον· θρανίον, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολοπώνυμον
См. также в других словарях:
Κατακεκαυμένη — Κατακεκαυμένη, ἡ (Α) βλ. κατακαίω … Dictionary of Greek
Κατακεκαυμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατακεκαυμένῃ — Κατακεκαυμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκαυμένη — κατακαίω burn completely perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκαυμένῃ — κατακαίω burn completely perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατακεκαυμένην — Κατακεκαυμένη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατακεκαυμένης — Κατακεκαυμένη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ladik (Samsun) — Pour les articles homonymes, voir Laodicée et Ladik. Ladik … Wikipédia en Français
Κατακεκαυμένα — Κατακεκαυμένᾱ , Κατακεκαυμένη fem nom/voc/acc dual Κατακεκαυμένᾱ , Κατακεκαυμένη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατακεκαυμένας — Κατακεκαυμένᾱς , Κατακεκαυμένη fem acc pl Κατακεκαυμένᾱς , Κατακεκαυμένη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лаодикея — древний город Фригии (ныне Eski Hissar), на р. Лике, притоке Меандра; основана Антиохом II Сирийским (261 246) в честь супруги его Лаодики. Местоположение города на границе 3 х областей Лидии, Карии и Фригии дало повод причислять его к каждой из… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона