Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατέκαυσα

См. также в других словарях:

  • κατέκαυσα — κατακαίω burn completely aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακαίω — κατακαίω, κατάκαψα και κατέκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: κατακαίω : ο αόριστος κατάκαψα αντιστοιχεί κυρίως στην έννοια → καίω πολύ, υπερβολικά κάποιον ή κάτι, ενώ ο αόριστος κατέκαψα στην έννοια → καίω ολοσχερώς (έκταση γης κτλ.). Σπάνια, σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»