-
1 κατέκαυσα
κατακαίωburn completely: aor ind act 1st sg -
2 κατακαιω
атт. κατακάω (ᾱω)(fut. κατακαύσω, aor. κατέκαυσα - эп. κατέκηα, pf. κατακέκαυκα, эп. 1 л. pl. conjct. κατακήομεν (= κατακήωμεν), inf. κατακαιέμεν, эп. inf. aor. κατακῆαι и κακκῆαι; pass.: fut. κατακαυθήσομαι, aor. 1 κατεκαύθην, aor. 2 κατεκάην)
1) сжигать, предавать сожжению(τινὰ σὺν ἔντεσι Hom.; σάρκα καἰ ὀστοῦν Arst.; τὸ ἄχυρον NT.)
2) уничтожать пожаром, предавать огню(πόλιν Her.)
; pass. сгорать(ἥ οἰκίη κατεκάη Her.)
γῆ κατακεκαυμένη Arst. — выжженная земля3) горетьκατὰ πῦρ ἐκάη Hom. — огонь догорел
-
3 κατακαίω
(αόρ. κατάκαψα и κατέκαυσα, παθ. αόρ. κατακάηκα и κατεκάην) μετ.1) сжигать дотла; 2) уничтожать, губить -
4 κατακαίω
Aκατακαιέμεν Il.7.408
: [tense] fut. : [tense] aor.κατέκαυσα Th.7.25
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κατέκηε Il.6.418
; [ per.] 1pl. subj. κατακήομεν (v.l. -κείομεν) Il.7.333; inf.κατακῆαι Od.11.46
, κακκῆαι ib.74 (v.l. -κεῖαι): [tense] pf.- κέκαυκα X.HG6.5.37
, Phld. Acad.Ind.p.69M.:—[voice] Pass., [tense] fut.- καυθήσομαι Ar.Nu. 1505
,- καήσομαι 1 Ep.Cor.3.15
: [tense] aor. κατεκαύθην (the [dialect] Att. form) Hdt.4.69, 6.101,κατεκάην Id.1.51
, 2.107; [dialect] Lacon. inf.- καῆμεν Plu.Lyc.20
; - εκαύσθην Chron.Lind.D.41: [tense] pf.- κέκαυμαι And.1.108
:— burn completely, in Hom. of sacrifices and dead bodies,κατακήομεν αὐτούς Il.7.333
;μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι 6.418
; κ. τοὺς μάντιας burn them alive, Hdt. 4.69;ζῶντα κατακαυθῆναι Id.1.86
, cf. 2.107; of cities and houses, etc.,κατὰ μὲν ἔκαυσαν.. πόλιν Id.8.33
;κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός Id.1.50
; [ οἰκίη]κατεκάη Id.4.79
;κατακαυθέντων ἱρῶν Id.6.101
;τείχη -κεκαυμένα And.
l.c.; γῆ κατακεκαυμένη burnt earth, Arist. Mete. 358a14; Κατακεκαυμένη, name of the upper valley of the Hermus, in Lydia, Str.13.4.11, cf. κατακεκαυμενίτης; of the fingers, to be burnt with hot food, Porph.Abst.4.15; alsoκ. τὴν κοιλίαν PMagd.33.4
(iii B.C.).2 of hot winds, parch,τὰ ἐκ τῆς γῆς PHib.1.27.73
(iii B.C.), al.3 metaph.,ὁ ἔρως ἐμέ.. κατακέκαυκεν Lyr.Alex.Adesp.8
(c):—[voice] Pass.,τὰ στόματα -κάεται ἐπὶ τέχνην Anaxandr. 33.6
;- καίομαι καταλελειμμένη Lyr.Alex.Adesp.1.24
.II [voice] Pass., of fire, κατὰ πῦρ ἐκάη had burnt down, burnt out, Il.9.212.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαίω
-
5 κατακαίω
κατακαίω (s. καίω; Hom.+; ins, pap, LXX; En 10:14; TestSol, TestAbr A 13 p. 93, 11 [Stone p. 34]; ApcEsdr; Just., A II, 21, 3; Ath. 29, 1) impf. κατέκαιον; fut. κατακαύσω; 1 aor. κατέκαυσα; inf. κατακέαι (=-κῆαι?; AcPl Ha 1, 27). Pass.: 2 fut. κατακαήσομαι (Tobit 14:4 BA; 1 Cor 3:15; 2 Pt 3:10 v.l. This form also Nicol. Dam.: 90 Fgm. 68 p. 371, 32 Jac.; SibOr 3, 507) and 1 fut. κατακαυθήσομαι (LXX; Rv 18:8; Hs 4:4); 2 aor. κατεκάην (Da 3:94 LXX; Jos., Bell. 6, 191; Just. A I, 21, 3) and 1 aor. κατεκαύθην (LXX; MPol 12:3 v.l.; Jos., Bell. 7, 450); pf. κατακέκαυμαι LXX; s. B-D-F §76, 1; W-S. §13, 9f and 15; Mlt-H. 242 (s.v. καίω) burn down, burn up, consume by fire τὶ someth.: weeds Mt 13:30; books Ac 19:19 (cp. PAmh 30, 36 [II B.C.] ἠναγκάσθην ἐνέγκαι τὰς συνγραφὰς καὶ ταύτας κατακαῦσαι. Acc. to Diog. L. 9, 52, books of Protagoras were burned by the Athenians in the marketplace); a heifer B 8:1 (cp. Num 19:5, 8).—Pass. ἔργον 1 Cor 3:15 (cp. TestAbr A 13 p. 93, 11 [Stone p. 34] εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαύσει τὸ πῦρ); cp. γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται 2 Pt 3:10 v.l. (for εὑρεθήσεται). Bodies of animals Hb 13:11. A third of the earth w. its trees and grass Rv 8:7abc. ὡς ξύλα Hs 4:4. Of being burned at the stake as a martyr MPol 12:3 (Diod S 1, 59, 3; 12, 25, 3 [in Roman admin. of justice]; Dio Chrys. 9 [10], 26 κατεκαύθη ζῶν; 29 [46], 7; Artem. 2, 52 p. 183, 1 P. [cp. 2, 49 p. 182, 15 P.]; 2, 49 p. 151, 16; Jos., Bell. 7, 450 [in Roman admin. of justice]). AcPl Ha 1, 27 κατακέαι (κατάκαιε or κατακῆαι [s. above, beg.]?) αὐτόν (Ath. 29, 1).—W. the addition of πυρί burn, consume someth. w. fire (Ex 29:14, 34; Lev 9:11) chaff Mt 3:12; Lk 3:17 (both π. ἀσβέστῷ); pass., weeds Mt 13:40 (καίεται v.l.). W. ἐν πυρί added (oft. LXX) someone: κ. τινὰ ἐν π. Rv 17:16. Pass. 18:8; but κατακαύσει ὑμᾶς πυρὶ ἀσβέστῷ AcPl Ha 1, 22.—Of a pillow ὑπὸ πυρὸς κατακαίεσθαι be consumed by fire MPol 5:2.—M-M.
См. также в других словарях:
κατέκαυσα — κατακαίω burn completely aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαίω — κατακαίω, κατάκαψα και κατέκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: κατακαίω : ο αόριστος κατάκαψα αντιστοιχεί κυρίως στην έννοια → καίω πολύ, υπερβολικά κάποιον ή κάτι, ενώ ο αόριστος κατέκαψα στην έννοια → καίω ολοσχερώς (έκταση γης κτλ.). Σπάνια, σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής