-
1 καταδραθώ
καταδρᾱθῶ, κατά-ἁδρέωto be full-grown: aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose) -
2 καταδραθῶ
καταδρᾱθῶ, κατά-ἁδρέωto be full-grown: aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose) -
3 καταδράθω
A v. καταδαρθάνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδράθω
-
4 καταδράθω
καταδράθω: see καταδαρθάνω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταδράθω
-
5 καταδραθω
I.II. -
6 καταδράθω
καταδαρθάνωfall asleep: aor subj act 1st sg -
7 κατα-δαρθάνω
κατα-δαρθάνω (s. δαρϑάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν ϑάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράϑω, so Bekker, Wolf καταδραϑῶ; von dem aor. κατεδράϑην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρϑείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρϑεν, = κατεδάρϑησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν ϑάμνοισι κατέδραϑον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραϑέτην, für κατεδραϑέτην, 15, 494; καταδαρϑεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρϑάνειν, im Ggstz von ἀνεγείρεσϑαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρϑηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.
-
8 καταδαρθανω
(fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 κατέδαρθον - эп. κατέδρᾰθον, pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. καταδράθω; aor. 2 pass. κατεδάρθην; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. καταδραθῶ; part. aor. καταδαρθείς)1) засыпать, погружаться в сон(θάμνοισ΄ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.)
καταδεδαρθηκώς Plat. — заснувший2) проводить ночь(ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.)
-
9 καταδαρθάνω
καταδαρθάνω, [tense] aor. κατέδαρθον ([dialect] Att. inf. - δάρθειν acc. to Sch.Ar. Nu.38), [dialect] Ep. κατέδρᾰθον, subj.Aκαταδράθω Od.5.471
; part. (- δαρθέντα codd.): [tense] aor. 1 [voice] Pass. κατεδάρθην is found in later writers, as Philostr.VA2.36, and [ per.] 3pl.κατέδαρθεν A.R.2.1227
: [tense] pf.καταδεδάρθηκα Pl.Smp. 219c
:— fall asleep, mostly in [tense] aor., to be asleep,ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od.7.285
, cf. 23.18; ; καδδραθέτην, for κατεδραθέτην, 15.494;εἰ δέ κεν.. καταδράθω 5.471
;ἔασον.. καταδαρθεῖν τί με Ar.Nu.38
;ὁ μακαρίτης οἴχεται, κατέδαρθεν Ar.Fr.488.11
, cf. Hp.Epid.5.37, X.Ages. 9.3: in [tense] pres., to be falling asleep, opp. ἀνεγείρεσθαι (to be waking), Pl.Phd. 71d, 72b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδαρθάνω
См. также в других словарях:
καταδραθῶ — καταδρᾱθῶ , κατά ἁδρέω to be full grown aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδράθω — καταδαρθάνω fall asleep aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)