-
1 κατα-δαρθάνω
κατα-δαρθάνω (s. δαρϑάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν ϑάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράϑω, so Bekker, Wolf καταδραϑῶ; von dem aor. κατεδράϑην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρϑείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρϑεν, = κατεδάρϑησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν ϑάμνοισι κατέδραϑον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραϑέτην, für κατεδραϑέτην, 15, 494; καταδαρϑεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρϑάνειν, im Ggstz von ἀνεγείρεσϑαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρϑηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.
-
2 καταδαρθανω
(fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 κατέδαρθον - эп. κατέδρᾰθον, pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. καταδράθω; aor. 2 pass. κατεδάρθην; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. καταδραθῶ; part. aor. καταδαρθείς)1) засыпать, погружаться в сон(θάμνοισ΄ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.)
καταδεδαρθηκώς Plat. — заснувший2) проводить ночь(ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.)