Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταγῇς

  • 1 καταγής

    κατᾱγῇς, κατάγνυμι
    Cat.Cod. Astr.
    aor subj pass 2nd sg
    κατάσσω
    Cat.Cod. Astr.
    aor subj pass 2nd sg

    Morphologia Graeca > καταγής

  • 2 καταγῇς

    κατᾱγῇς, κατάγνυμι
    Cat.Cod. Astr.
    aor subj pass 2nd sg
    κατάσσω
    Cat.Cod. Astr.
    aor subj pass 2nd sg

    Morphologia Graeca > καταγῇς

  • 3 κατάγης

    κατάγω
    lead down: pres subj act 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατάγης

  • 4 κατάγῃς

    κατάγω
    lead down: pres subj act 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατάγῃς

  • 5 καταγής

    yerde, yer üstünde

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > καταγής

  • 6 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 7 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 8 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 9 прибить

    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω•

    прибить дощечкук дв-ри καρφώνω σανιδίτσα στην πόρτα•

    прибить полови-щг καρφώνω πατωσάνιδο.

    2. ρίχνω κάτω, λυγίζω, κάμπτω•

    град -ил рожь к земле το χαλάζι, έρριζε καταγής τη βρίζα•

    дождм пыль -ло η βροχή παρέσυρε τη σκόνη.

    3. (απλ.) χτυπώ, ξυλοφοτώνω.
    1. καρφώνομαι.
    2. κάμπτομαι., λυγίζω, πέφτω, ρίχνομαι χάμω, καταγής. || παρασέρνομαι.
    3. μτφ. (απλ.) ενώνομαι. || ταχτοποιούμαι προσωρινά.

    Большой русско-греческий словарь > прибить

  • 10 underfoot

    (on the ground under the feet of anyone walking: It is not actually raining just now but it is very wet underfoot.) καταγής, κάτω από τα πόδια μας

    English-Greek dictionary > underfoot

  • 11 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 12 везти

    везу, везешь, παρλθ. χρ. вез, везла, везло, ρ.δ.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω, μετακινώ με μεταφορικό μέσο.
    2. απρόσ. ευνοεί η τύχη•

    ему не -ет αυτόν δεν τον πάει (δεν τον βοηθά) η τύχη.

    1. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, μετακινούμαι με μεταφ. μέσο.
    2. σέρνομαι χάμω καταγής•

    юбка -ется по полу η φούστα σέρνεται στο πάτωμα.

    Большой русско-греческий словарь > везти

  • 13 грох

    επιφ. με σημ. κατηγ. μπουμ•

    я грох об землю μπουμ σωριάοτηκα καταγής.

    Большой русско-греческий словарь > грох

  • 14 долой

    επίρ.
    κάτω, χάμω, καταγής•

    он сбил его с ног долой αυτός τον έρριξε χάμω.

    || μακριά απ' εδώ, έξω• βγάλε•

    долой с глаз моих να μη σε δουν τα μάτια μου, φύγε από μπροστά μου•

    с дороги αναμέρησε από το δρόμο•

    долой с лошади! κατ' από τ'άλογο!•

    прочь, -! έξω απ' εδώ!•

    войну! κάτω ο πόλεμος!•

    долой насилие! κάτω η βία!•

    с плеч ή с рук долой ξαλαφρώνω, απαλλάσσομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > долой

  • 15 наземь

    επίρ.
    στη γη, καταγής, χάμω.

    Большой русско-греческий словарь > наземь

  • 16 оземь

    επιρ. στη γη• καταγής.

    Большой русско-греческий словарь > оземь

  • 17 прилечь

    ρ.σ.
    1. πλαγιάζω, ξαπλώνω•

    прилечь отдохнуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ.

    || ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύβομαι. || ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ•

    прилечь ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να ακούσω)•

    ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.

    2. κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. || (επι)κάθομαι•

    пыль -гла η σκόνη επικάθησε.

    3. στηρίζομαι γερά, σταθερά.

    Большой русско-греческий словарь > прилечь

  • 18 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 19 слечь

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι.
    2. (για δημητριακά, χόρτα) πέφτω καταγής.

    Большой русско-греческий словарь > слечь

  • 20 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

См. также в других словарях:

  • καταγής — επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γῆς] …   Dictionary of Greek

  • καταγής — επίρρ., πάνω στο έδαφος, χάμω: Κοιμάται καταγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγῇς — κατᾱγῇς , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg κατάσσω Cat.Cod. Astr. aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγῃς — κατάγω lead down pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • μπρουμυτίζω — και προμυτίζω [μπρούμυτα] 1. (αμτβ.) πέφτω πρηνηδόν, μπρούμυτα, με το πρόσωπο καταγής 2. (μτβ.) ρίχνω κάποιον με το πρόσωπο καταγής …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… …   Dictionary of Greek

  • χαμευνάς — και χαμαιευνάς, άδος, ἡ, ΜΑ πόρνη, εταίρα («γυναῑκες χαμαιευνάδες, ὧν ὁ βίος οὐκ εὐπρεπής», Ευστ.) αρχ. 1. αυτή που κοιμάται καταγής 2. (με τη λ. εὐνή) στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 3. φωλιά ζώου 4. συνεκδ. ζώο που έχει φωλιά στο έδαφος.… …   Dictionary of Greek

  • χαμευνία — ἡ, Α [χαμευνῶ] 1. το να κοιμάται κανείς καταγής 2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»