Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατάλοιπος

См. также в других словарях:

  • κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιπος — η, ο (Α κατάλοιπος, ον) [καταλείπω] ο υπόλοιπος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο 1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο 2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών»… …   Dictionary of Greek

  • κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»