-
1 κατάλοιπος
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem nom sg -
2 κατάλοιπος
κατάλοιπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλοιπος
-
3 κατάλοιπος
κατάλοιπος, ον (s. λοιπός; Pla. et al.; ins, pap, LXX) left, remaining οἱ κ. τῶν ἀνθρώπων the rest of humanity Ac 15:17 (Am 9:12).—DELG s.v. λείπω. M-M. -
4 κατάλοιπος
-ος,-ον + A 3-20-55-19-0=97Lv 5,9; Nm 3,26; Dt 3,13; JgsB 7,6; 1 Sm 13,2remnant, rest (of things) Lv 5,9; remnant, rest (of people) 1 Sm 13,2οἱ κατάλοιποι those left behind, the poor Jer 52,16*Jer 32(25),37 τὰ κατάλοιπα the rema-ining, the rest corr.? τὰ καταλύματα? for MT נאות נוה folds, resting places, cpr. Jer 32(25),38; *Nm 3,26 τὰ κατάλοιπα the rest-יתריו/מ? יתרI for MT מיתריו יתרII its cords; *Mi 3,1 οἱ κατάλοιποι the remaining-קצה for MT קציני קצין rulers, see also Mi 3,9Cf. DORIVAL 1994, 211 -
5 κατάλοιπον
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem acc sgκατάλοιποςleft remaining: neut nom /voc /acc sg -
6 καταλοίποις
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem /neut dat pl -
7 καταλοίπου
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem /neut gen sg -
8 καταλοίπους
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem acc pl -
9 καταλοίπων
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem /neut gen pl -
10 κατάλοιπα
κατάλοιποςleft remaining: neut nom /voc /acc pl -
11 κατάλοιποι
κατάλοιποςleft remaining: masc /fem nom /voc pl -
12 καταλοίπω
-
13 καταλοίπῳ
См. также в других словарях:
κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπος — η, ο (Α κατάλοιπος, ον) [καταλείπω] ο υπόλοιπος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο 1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο 2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών»… … Dictionary of Greek
κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] … Dictionary of Greek