-
1 κατάλοιπος
κατά-λοιπος, übrig geblieben; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch
См. также в других словарях:
κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπος — η, ο (Α κατάλοιπος, ον) [καταλείπω] ο υπόλοιπος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο 1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο 2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών»… … Dictionary of Greek
κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] … Dictionary of Greek