-
1 καταλοίπω
-
2 καταλοίπῳ
См. также в других словарях:
καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταλοίπω
2 καταλοίπῳ
καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)