-
1 καταλογή
II ( καταλέγω (B) 1.2b) regard, respect, Plb.22.12.10 codd. (- δοχή Reiske), cf. SIG739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς [ ἕνεκα], honoris causa, with gen., IG7.413.37 ([place name] Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, Hsch.; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb.117.5 (i A. D.), POxy. 787 (i A. D.), etc.;ὅπως.. κ. αὐτῶν γένηται IG14.951.9
; condemned by Phryn.403.III ( καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG9(2).531.12 (Larissa, i B. C./i A. D.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογή
-
2 καταλογίζομαι
A count up, reckon, X.An.5.6.16, HG3.2.18; κ. εὐεργέτημα πρός τινα put it down to his account, D.7.6; μηδ' ἐν ἀρετῇ τοῦθ' ὑμῶν μηδεὶς -λογιζέσθω let no one impute it as a virtue, Aeschin.3.202: c. inf.,κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι App.Ill.16
.II count, reckon among,τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις X.Mem.2.2.1
:—[voice] Pass.,ἔν τισι -λογισθῆναι LXXIs.14.10
, Wi. 5.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογίζομαι
-
3 κατάλογος
κατάλογ-ος, ὁ,A enrolment, register, catalogue, Pl.Tht. 175a, Lg. 968c;ὀσπρίων Diocl.Fr.117
; κ. νεῶν the catalogue of ships in Il. 2, Plu.Sol.10: prov., of a long story,νεῶν δὲ κατάλογον δόξεις μ' ἐρεῖν Apollod.Com.13.17
.2 at Athens, register of citizens liable for service, ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν κ. Ar.Eq. 1369; [ ὁπλῖται] ἐκ καταλόγου those on the list for service, Th.6.43, al.;ἐκ κ. στρατευόμενος κατατέτριμμαι X.Mem.3.4.1
; οἱ ἐν τῷ κ. Id.HG2.4.9; οἱ ὑπὲρ τὸν κ. the superannuated, opp. οἱ ἐν ἡλικίᾳ, D.13.4; of trierarchs, Id.18.105; καταλόγους ποιεῖσθαι make up the lists for service, Th.6.26, D. 50.6;εἰς τὸν κ. καταλέξαι Lys.25.16
; καταλόγοις Χρηστοῖς ἐκκριθέν, of picked troops, Th.6.31; προγράφειν στρατιᾶς κ. Plu.Cam.39;τὸν κ. ἀποδιδράσκειν Luc.Nav.33
;κ. ἀνδρῶν Χιλίων
authority to conscript recruits, Polyaen.3.3.c κατάλογοι βουλᾶς, οἱ, committee of the βουλή at Epidaurus, IG4.925, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλογος
-
4 κατάλογος
См. также в других словарях:
καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek