-
1 χρεμετισμός
χρεμετισμός, ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.
-
2 χρεμετισμος
ὁ тж. pl. ржание Arph., Plut. -
3 χρεμετισμός
χρεμετισμόςthunder: masc nom sg -
4 χρεμετισμός
χρεμετισμός, ὁ, das Wiehern -
5 χρεμετισμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-4-0-0=4 Jer 8,6.16; 13,27; Am 6,7neighing, whinnying Jer 8,16; id. (metaph.) Jer 13,27*Jer 8,6 ἐν χρεμετισμῷ αὐτοῦ in his neighing-במצהלה? (cpr. Jer 13,27) for MT במלחמה in battle -
6 χρεμετισμός
2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεμετισμός
-
7 χρεμετισμοί
χρεμετισμόςthunder: masc nom /voc pl -
8 χρεμετισμούς
χρεμετισμόςthunder: masc acc pl -
9 χρεμετισμόν
χρεμετισμόςthunder: masc acc sg -
10 χρεμετισμα
- ατος τό Anth. = χρεμετισμός См. χρεμετισμος -
11 καρχαλέος
καρχαλέος, rauh, scharf, trocken, = καρφαλέος; δίψῃ καρχαλέοι Il. 21, 541, vor Durst rauh im Halse, die jetzt aufgenommene Lesart, vgl. Spitzner zur Stelle u. Ath. XI, 475 b. So auch Ap. Rh. 4, 1442; Nonn. D. 14, 426. – Rauh, heiser, χρεμετισμός Nonn. D. 29, 199; ἱμάσϑλη, scharf, 48, 307; κύνες, λύκοι, Ap. Rh. 3, 1058 Tryph. 615, v. l. καρχαρέοι, vgl. κάρχαρος.
-
12 χρεμέτισμα
το, χρεμέτισμός ο ржание (лошади) -
13 χρεμετισμοίς
-
14 χρεμετισμοῖς
-
15 χρεμετισμού
-
16 χρεμετισμοῦ
-
17 χρεμετισμώ
-
18 χρεμετισμῷ
-
19 χρεμετισμών
-
20 χρεμετισμῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρεμετισμός — thunder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμός — ο, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα αρχ. μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή … Dictionary of Greek
χρεμετισμός — ο η ενέργεια του χρεμετίζω, το χλιμίντρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεμετισμοῖς — χρεμετισμός thunder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμοί — χρεμετισμός thunder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμοῦ — χρεμετισμός thunder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμούς — χρεμετισμός thunder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμῶν — χρεμετισμός thunder masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμῷ — χρεμετισμός thunder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισμόν — χρεμετισμός thunder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek